Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ



Κυπριακή χλωρίδα, σπάνια και απειλούμενα φυτά
Η Κύπρος αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες χλωριδικά περιοχές της Ευρώπης. Το ποικιλόμορφο γεωμορφολογικό ανάγλυφο του νησιού και οι έντονες διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και τη βροχόπτωση από περιοχή σε περιοχή, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλήθους διαφορετικών οικότοπων στο νησί. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη θέση της Κύπρου στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων που την καθιστά μεταναστευτικό κέντρο, καθώς και τη μακρά ιστορία του νησιού, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλούσιας και μοναδικής χλωρίδας. Μέχρι στιγμής αναγνωρίστηκαν στην Κύπρο πέρα από 1900 είδη, υποείδη και ποικιλίες φυτών, από τα οποία τα 145 είναι ενδημικά για το νησί και δεν απαντούν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.

Τα περισσότερα από τα ενδημικά φυτά της Κύπρου εντοπίζονται στις δύο της οροσειρές. Έτσι στην οροσειρά του Τροόδους απαντούν 94 ενδημικά φυτά της Κύπρου, ενώ στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου 56. Αρκετά από τα φυτά της Κύπρου, κυρίως ενδημικά, θεωρούνται σπάνια αφού απαντούν σε λίγους και μικρούς πληθυσμούς. Η επιβίωση και η διαιώνιση των ειδών αυτών τίθενται άμεσα σε κίνδυνο με τη δυσμενή επίδραση εξωτερικών, ανθρωπογενών πιέσεων. Τα τελευταία χρόνια οι πιέσεις αυτές ολοένα εντείνονται και πηγάζουν κυρίως από την τεράστια τουριστική ανάπτυξη, την επέκταση του ορεινού οδικού δικτύου, την αστικοποίηση εκτεταμένων φυσικών περιοχών, τις στρατιωτικές δραστηριότητες μέσα σε φυσικές περιοχές, την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων μέσα σε φυσικές περιοχές (λατομεία, γήπεδα γκολφ κ.λπ.) καθώς και τις επαναστατικές μεταβολές στη γεωργία με την εκτενή χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.

Στα πλαίσια της προσπάθειας έκδοσης του «Κόκκινου Βιβλίου της Κυπριακής Χλωρίδας» που ολοκληρώθηκε πρόσφατα με επιτυχία και περιλαμβάνει τα πλέον σπάνια και απειλούμενα φυτά του νησιού, πέρα από 300 φυτικά είδη έχουν καταταχθεί σε διάφορες «κατηγορίες κινδύνου», στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση (IUCN).

Νεκρή ζώνη και διατήρηση απειλούμενων ειδών
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί σημαντικές προσπάθειες για τη διατήρηση της κυπριακής βιοποικιλότητας. Ωστόσο καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν έχει καλύψει τη χλωρίδα της νεκρής ζώνης, δηλαδή της περιοχής που διαχωρίζει το ελεγχόμενο από την Κυπριακή Δημοκρατία μέρος από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Η ζώνη αυτή εκτείνεται από τον κόλπο της Μόρφου στα Δυτικά προς τον κόλπο της Αμμοχώστου στα Ανατολικά και έχει πλάτος από μερικά μέτρα (π.χ. μέσα στη Λευκωσία) μέχρι μερικά χιλιόμετρα (πεδιάδα Μεσαορίας). Η νεκρή ζώνη φιλοξενεί σημαντικό αριθμό ενδημικών, σπάνιων και απειλούμενων φυτών. Θα ανέμενε κανείς ότι εντός της ζώνης αυτής, η απαγόρευση γενικά ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (πέραν από πολύ συγκεκριμένες και ελεγχόμενες δραστηριότητες) θα είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη προστασία της χλωρίδας που φιλοξενεί. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι μια σειρά παράνομων δραστηριοτήτων, όπως η απόρριψη σκουπιδιών και μπάζων και από τις δύο κοινότητες και η συλλογή άγριων ειδών για πώλησή τους σε λαϊκές αγορές, έχουν δημιουργήσει σημαντικές απειλές για την τοπική χλωρίδα.

Η νέα προσπάθεια για τη διατήρηση απειλούμενων φυτών μέσα στη νεκρή ζώνη
Έχοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, μια ομάδα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων επιστημόνων έχει ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια για τη διατήρηση της μοναδικής χλωρίδας της πράσινης γραμμής. Η προσπάθεια αυτή εξελίσσεται στα πλαίσια ερευνητικού έργου, το οποίο χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών – Δράση για τη Συνεργασία και την Εμπιστοσύνη (UNDP-ACT).

Το έργο επικεντρώνεται στη διατήρηση των δύο πλέον απειλούμενων αλλά και εντυπωσιακών ενδημικών ειδών της Κύπρου που απαντούν στη νεκρή ζώνη: την κυπριακή τουλίπα, Tulipa cypria, και την ορχιδέα Ophrys kotchyi. Παράλληλα καλύπτει και άλλα ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα φυτά του νησιού. Για τη διατήρηση των ειδών αυτών υιοθετείται η προσέγγιση των μικρο – αποθεμάτων (plant micro-reserves), δηλαδή της επιλογής περιοχών μικρής έκτασης, που φιλοξενούν σχετικά μεγάλο αριθμό ενδημικών, σπάνιων και απειλούμενων φυτών, στις οποίες εφαρμόζονται ενεργά μέτρα διατήρησης και διαχείρισης καθώς και μακροχρόνια παρακολούθηση. Η εφαρμογή της προσέγγισης των μικρο-αποθεμάτων έχει αφετηρία στην περιφέρεια της Βαλένσια στην Ισπανία, όπου στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 δημιουργείται το πρώτο τέτοιο δίκτυο μικρο-αποθεμάτων. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται με επιτυχία και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου. Στην Ελλάδα, η ιδέα των μικρο-αποθεμάτων εφαρμόζεται για πρώτη φορά πιλοτικά στη δυτική Κρήτη, με στόχο τη διατήρηση έξι απειλούμενων ενδημικών φυτών και ενός οικοτόπου του νησιού. Η προσπάθεια αναπτύσσεται από την ομάδα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστα Θάνου, σε συνεργασία με το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων.

Η πρωτοβουλία δημιουργίας δύο μικρο-αποθεμάτων φυτών μέσα στη νεκρή ζώνη αποτελεί και την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της προσέγγισης αυτής στην Κύπρο. Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει την παρακολούθηση των υπό μελέτη φυτών και των ενδιαιτημάτων τους και τη διαχείριση των μικρο–αποθεμάτων φυτών με την εφαρμογή επί τόπου (in situ) μέτρων διατήρησης. Στα μέτρα που έχουν αποφασιστεί περιλαμβάνεται η περίφραξη περιοχών, στις οποίες έχουν παρατηρηθεί σημαντικές ανθρωπογενείς πιέσεις. Έτσι, η πρόσβαση στα σημεία που έχει παρατηρηθεί υπερβόσκηση ή συλλογή των σπάνιων βολβών τουλίπας για πώλησή τους στη συνέχεια σε λαϊκές αγορές, δε θα είναι πλέον προσιτή. Επίσης, γίνεται ήπια απομάκρυνση των φυτών που ανταγωνίζονται τα υπό μελέτη είδη και παροχή νερού κατά τις περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας. Τέλος, κατά την αναπαραγωγική περίοδο γίνεται τεχνητή επικονίαση των φυτών της τουλίπας και της ορχιδέας με σκοπό την προώθηση της σεξουαλικής αναπαραγωγής και ενδυνάμωση των φυσικών πληθυσμών των ειδών αυτών. Η δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι απουσιάζουν από την περιοχή τα έντομα που θα έκαναν με φυσικό τρόπο την επικονίαση στα είδη αυτά, στα οποία το κρίσιμο στάδιο που καθορίζει και την επιτυχία της αναπαραγωγικής διαδικασίας είναι η επικονίαση από έντομα.

Μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής διατήρησης των ειδών αυτών, οι επί τόπου (in situ) δράσεις διατήρησης που παρουσιάστηκαν πιο πάνω, συμπληρώνονται με δραστηριότητες διατήρησης εκτός της φυσικής περιοχής εξάπλωσης των φυτών (ex situ). Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν τη διατήρηση των φυτών σε ζωντανές συλλογές μέσα σε βοτανικούς κήπους, την αποθήκευση σπερμάτων σε τράπεζες σπερμάτων, αφού προηγηθεί η διερεύνηση της φυτρωτικής τους συμπεριφοράς, και την παραγωγή φυτικού υλικού μέσω ιστοκαλλιέργειας για αξιοποίησή του σε κάθε μελλοντική προσπάθεια επί τόπου και εκτός τόπου διατήρησης των φυτών.

Για την επιτυχή λειτουργία των μικροαποθεμάτων οι συντελεστές του έργου έχουν εμπλέξει από τα αρχικά στάδια της προσπάθειας αυτής και τις τοπικές κοινότητες της περιοχής σε δραστηριότητες διατήρησης καθώς και ευαισθητοποίησης του τοπικού πληθυσμού. Έτσι, οι τοπικές κοινότητες είναι ενήμερες για το έργο, έχουν εκφράσει τις απόψεις τους για την οριοθέτηση των μικρο-αποθεμάτων, έχουν παραχωρήσει τις γνώσεις τους ως προς την παρουσία των υπό μελέτη φυτών σε διάφορα σημεία, ενώ νέοι της περιοχής συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες επί τόπου (in situ) διατήρησης. Η προσέγγιση αυτή των συντελεστών του έργου συνδέεται με τις σύγχρονες αντιλήψεις που καταδεικνύουν ότι οι προσπάθειες διατήρησης έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας όταν σε αυτές εμπλέκονται από τα αρχικά στάδια οι τοπικές κοινωνίες.

Πέρα από τη σημασία του ως προς τη διατήρηση σημαντικών στοιχείων της κυπριακής χλωρίδας, το έργο αυτό στέλνει και σημαντικά μηνύματα ως προς τις δυνατότητες συνεργασίας των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Η υλοποίηση του έργου έφερε κοντά επιστήμονες και πολίτες των δύο κοινοτήτων, οι οποίοι μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες συνεργάστηκαν για τη διατήρηση ενός πολύ σημαντικού μέρους της φυσικής τους κληρονομιάς. Επίσης, το έργο ανέδειξε τη νεκρή ζώνη σε χώρο όπου μπορούν να ενωθούν δυνάμεις και να αναπτυχθούν δραστηριότητες συνεργασίας για κοινούς σκοπούς και όχι σε χώρο αντιπαράθεσης και διαχωρισμού. Εν αναμονή λοιπόν της μέρας που δεν θα υπάρχουν στο νησί διαχωριστικές γραμμές και ο λαός του θα μπορεί να αναπτύσσει καθολικά συνεργασίες προς όφελος του και προς όφελος της πατρίδας του.

ιστοσελίδα: Διατήρηση Φυτικής Βιοποικιλότητας στην Ουδέτερη Ζώνη

pre.kc@fit.ac.cy


*Κώστας Καδής, PhD δ/ντής Μονάδας Διατήρησης της Φύσης & αν. καθ. Παν/μίου Frederick,
**Κώστας Κουνναμάς, ερευνητής Μονάδας Διατήρησης της Φύσης Παν/μίου Frederick,
***Salih Gucel, PhD, Ινστ. Επιστημών της Γης, της Θάλασσας, της Ατμόσφαιρας & του Περιβάλλοντος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Decker, D.J., T.L. Brown, and W.F. Siemer (eds.) 2001. Human dimensions of wildlife management in North America. The Wildlife Society, Bethesda, MD. 464pp.
  • Laguna E., 2001. The micro-reserves as a tool for conservation of threatened plants in Europe. Nature and Environment No 121, Council of Europe Publishing.
  • Tσιντίδης T., Xριστοδούλου X. Σ., Δεληπέτρου Π., Γεωργίου K., 2007. Το Κόκκινο Βιβλίο της Χλωρίδας της Κύπρου.Φιλοδασικός Σύνδεσμος Κύπρου. 470 σελ.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κύπρος εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, δηλαδή σε εκείνο που θα εξελισσόταν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Για μια ακόμη φορά η μετάβαση ήταν αναίμακτη.
Δυστυχώς την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου της κυπριακής Ιστορίας σηματοδοτούν μεγάλες καταστροφές. Δύο νέοι τρομεροί σεισμοί έπληξαν την Κύπρο το 332 και το 342 μ.Χ., προκαλώντας και πάλι τον όλεθρο στη Σαλαμίνα αλλά και (σε λιγότερο βαθμό) καταστροφές στο Κούριον, στους Σόλους, στην Πάφο και σε άλλα μέρη του νησιού. Η Σαλαμίνα, η πλησιέστερη τώρα σημαντική πόλη προς τη Μικρά Ασία και τα ηπειρωτικά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δέχτηκε και πάλι οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις σεισμικές καταστροφές. Χορηγός αυτή τη φορά ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο οποίος χάρισε για τέσσερα χρόνια και τους φόρους στους πληγέντες κατοίκους της πόλης. Η ανοικοδόμηση έγινε στην ίδια περίπου περιοχή. Η νέα πόλη που κτίστηκε ήταν μικρότερη και, προς τιμή του αυτοκράτορα, ονομάστηκε Κωνσταντία. Η πόλη αυτή έμελλε να γνωρίσει, ωστόσο, ακμή και να λαμπρυνθεί με προσωπικότητες όπως ο επίσκοπος Επιφάνειος ο Μέγας, αλλά η παραπέρα ανάπτυξή της επρόκειτο να τερματιστεί βίαια τρεις περίπου αιώνες αργότερα, από τις αραβικές επιδρομές.
Οι τρομεροί σεισμοί του 332 και του 342 μ.Χ. είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και πάνω στις λοιπές πόλεις που είχαν πληγεί, οι οποίες ωστόσο ανοικοδομήθηκαν σ' ένα μεγάλο βαθμό, και η ζωή συνεχίστηκε. Μεταξύ των κτιρίων που κατέστρεψαν οι σεισμοί, ήταν και πολλοί από τους ναούς των ειδωλολατρών. Οι πιστοί όμως των αρχαίων ελληνικών και άλλων θεοτήτων δεν ήταν πια ούτε πολυάριθμοι, ούτε και τόσο ισχυροί ώστε να δοκιμάσουν αναβίωση των παλαιών θρησκειών και ανοικοδόμηση των ειδωλολατρικών ιερών τους. Έτσι, η εγκατάλειψη των ειδωλολατρικών θεοτήτων επιταχύνθηκε και μόνο μερικά ιερά σε αγροτικές βασικά περιοχές (όπως το ιερό του Δία στη Φασούλα της Λεμεσού) επιβίωσαν για λίγα ακόμη χρόνια. Ήδη ο Χριστιανισμός είχε πια θριαμβεύσει, οι πιστοί της καινούριας θρησκείας είχαν βγει από τις κατακόμβες, και ότι άρχισε πια να οικοδομείται ήταν οι χριστιανικές βασιλικές.
Με τις εκτεταμένες καταστροφές από τους σεισμούς του 332 και του 342, συσχετίστηκαν πιθανότατα αργότερα και από την εκκλησιαστική παράδοση οι δύο επισκέψεις στην Κύπρο της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής αποστολής της στους Αγίους Τόπους γύρω στο 326-327 μ.Χ. Η αγία Ελένη, που αναφέρεται ότι είχε βρει την Κύπρο σε δυστυχία εξαιτίας θεομηνιών (στην παράδοση γίνεται λόγος για μακρόχρονη ανομβρία που όμως δε μαρτυρείται στις πηγές), προσπάθησε να βοηθήσει το νησί στο οποίο ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια και δώρισε τεμάχια από το τίμιο ξύλο του σταυρού στον οποίο είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Η αγία Ελένη τιμάται ακόμη ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η σχετιζόμενη με την επίσκεψή της παράδοση εξακολουθεί να είναι έντονη.
Οι χρονογράφοι αναφέρουν κατάσταση πείνας στην Κύπρο, που θα πρέπει να σχετιζόταν με την τραγική εικόνα που δημιουργήθηκε από τους σεισμούς. Άλλος σεισμός έγινε γύρω στο 370 μ.Χ., που αυτή τη φορά έπληξε σοβαρότερα το νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και τις πόλεις Κούριον και Πάφο. Με αποστολή να εργαστεί για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση της Κύπρου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας έστειλε στην Κύπρο το δούκα Καλόκαιρο. Σύντομα όμως ο τελευταίος θεώρησε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία για προσωπική ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και δοκίμασε να αφαιρέσει, για λογαριασμό του, την Κύπρο από την αυτοκρατορία, γεγονός που θα το επαναλάμβαναν και άλλοι φιλόδοξοι αξιωματούχοι αργότερα. Ο αυτοκράτορας, αντιδρώντας άμεσα, απέστειλε κατά του κινηματία στρατιωτική δύναμη με αρχηγό το συγγενή του, καίσαρα Δαλμάτιο. Το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα, και ο Καλόκαιρος αρχικά κατόρθωσε να διαφύγει. Πιάστηκε όμως από το Δαλμάτιο και εκτελέστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας.
Στο μεταξύ η Κυπριακή Εκκλησία άρχισε από τη μια να γνωρίζει μέρες ακμής και να λαμπρύνεται από ιεράρχες όπως ο Επιφάνιος Κωνσταντίας και ο άγιος Σπυρίδων, από την άλλη όμως γνώρισε μέρες κρίσης επειδή είχαν επεκταθεί ήδη μέχρι το νησί οι πρώτες σοβαρές αιρέσεις και αμφισβητούνταν η ανεξαρτησία της. Πράγματι ιδίως το πατριαρχείο Αντιοχείας ζητούσε να θέσει την Εκκλησία της Κύπρου υπό τη δικαιοδοσία του, με τη δικαιολογία ότι το νησί είχε δεχτεί το Χριστιανισμό μέσω Αντιοχείας. Η Κυπριακή Εκκλησία, που εκπροσωπήθηκε πλήρως εκτός από την πρώτη οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ. και στις επόμενες συνόδους (της Σαρδικής το 343 μ.Χ., της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. και της Εφέσου το 431 μ.Χ.), αγωνιζόταν να διατηρήσει το αυτοκέφαλό της, υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της και προβάλλοντας ως επαρκή δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν Εκκλησία ιδρυμένη από απόστολο, το Βαρνάβα. Παρά το ότι το αυτοκέφαλό της αναγνωρίστηκε επίσημα στην τρίτη οικουμενική σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ., η απειλή εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι που ένα "θαύμα" ήρθε για να θέσει οριστικά τέρμα στις ξένες διεκδικήσεις. Το "θαύμα", που έγινε στην πιο κατάλληλη στιγμή, ήταν η ανεύρεση (ύστερα από όραμα) από τον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο του λειψάνου του αποστόλου Βαρνάβα, μαζί με το Κατά Μάρκον (ή Κατά Ματθαίον) άγιο Ευαγγέλιο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων, όταν είδε τις αποδείξεις αυτές που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αναγνώρισε απερίφραστα την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας, στη συνέχεια δε και το αυτοκέφαλό της, το 488 μ.Χ. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο, και σε όλους τους μετέπειτα Κυπρίους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους, τα τρία γνωστά προνόμιά τους που διατηρούνται μέχρι σήμερα:
  • να φέρουν αυτοκρατορικό μανδύα,
  • να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο και
  • να υπογράφουν όπως και οι αυτοκράτορες, με κόκκινο μελάνι.
Τα αυτοκρατορικά αυτά προνόμια διαφύλαξαν οι Κύπριοι αρχιεπίσκοποι διαμέσου των αιώνων. Είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις - αν όχι η μοναδική - όπου ένας θεσμός των Πρωτοβυζαντινών χρόνων, θεσπισμένος προσωπικά από Βυζαντινό αυτοκράτορα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Πρωτεύουσα της Κύπρου ήταν, εκείνη την εποχή, η Κωνσταντία (η πρώην Σαλαμίνα). Ωστόσο στις πηγές αφήνεται να εννοηθεί ότι για κάποιο διάστημα είχε διατελέσει πρωτεύουσα - έδρα των δουκών - και η Αμαθούς στα νότια παράλια του νησιού. Διοικητικά η Κύπρος είχε υπαχθεί στην επαρχία της Εώας (=Ανατολής) που ήταν διαιρεμένη σε πέντε διοικήσεις (Αιγύπτου, Ανατολής, Πόντου, Ασίας και Θράκης). Έδρα της διοίκησης της Ανατολής, όπου υπαγόταν και η Κύπρος, ήταν η Αντιόχεια. Έτσι, την εποχή των Πρωτοβυζαντινων χρόνων, η Κύπρος δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις από την Αντιόχεια. Τέτοιες επιδράσεις αφορούσαν τον αστικό και εκκλησιαστικό βίο, τις τέχνες κλπ. Η Κύπρος κυβερνούνταν από praeses (προέδρους) με θητεία ενός ή δύο χρόνων, και όχι με proconsuls (ανθυπάτους), όπως κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Αυτοί είχαν δικαιοδοσίες για όλους τους τομείς της διοίκησης, όπως για την εφαρμογή του νόμου και της τάξης, για την απονομή της δικαιοσύνης (διότι ήταν και αρχιδικαστές), για την εφαρμογή των εντολών της κεντρικής διοίκησης, για τη συλλογή των φόρων, για την παιδεία, για την αγροτική παραγωγή κλπ.
Η Κύπρος ήταν, αρχικά, άοπλη επαρχία επειδή δε συνόρευε με εχθρικά προς την αυτοκρατορία εδάφη. Ωστόσο στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όταν έγιναν ευρείας κλίμακας στρατιωτικές ανακατατάξεις στην αυτοκρατορία, η Κύπρος περιλήφθηκε (περί το 536-537 μ.Χ.) στη διοίκηση του κβαίστωρος του στρατού του Ιουστινιανού (guaestor Justinianus exercitus). Έτσι αποσπάστηκε από τη διοίκηση της Ανατολής και εντάχτηκε στο γεωπολιτικό χώρο του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μερικές περιπτώσεις κυβερνήτες της Κύπρου υπηρέτησαν μερικοί δούκες, ενώ σε μερικά χρονικά ο τίτλος του δούκα γενικεύεται και υπονοεί το Βυζαντινό κυβερνήτη του νησιού. Ο τίτλος του δούκα (που ήταν κατά ένα βαθμό ανώτερος του κατεπάνω) μαρτυρείται επαρκώς κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Κύπρου (11ος - 12ος αιώνας), αν και μερικοί μεταγενέστεροι χρονογράφοι θεωρούν ως πρώτο αναφερόμενο δούκα της Κύπρου τον Καλόκαιρο (4ος αιώνας).
Εκκλησιαστικά, η Κύπρος ήταν διαιρεμένη μέχρι και σε 14 και 15 επισκοπές με πρώτη ιεραρχικά (δηλαδή αρχιεπισκοπή) εκείνη της Σαλαμίνας / Κωνσταντίας. Ας σταθούμε για λίγο στην ύπαρξη των τόσων επισκοπικών εδρών στο νησί.
Με τη διάδοση του Χριστιανισμού στην Κύπρο από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα και Μάρκο στη συνέχεια, ιδρύθηκαν στο νησί οι πρώτες επισκοπές. Κατά τον πρώτο μ.Χ. αιώνα οι έδρες των επισκοπών αυτών ήταν στις πόλεις ή στις κώμες από τις οποίες κατάγόνταν ή στις οποίες ζούσαν οι χειροτονηθέντες επίσκοποι. Έτσι, κατά τη διάρκεια της περιοδείας των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα στην Κύπρο, χειροτονήθηκε από αυτούς ως επίσκοπος (Αρχιεπίσκοπος) ο Ηρακλείδης (άγιος Ηρακλείδιος) στην Ταμασό. Στη συνέχεια, η Ταμασός αποτέλεσε επισκοπική έδρα. Στην Αντιόχεια, οι Παύλος και Βαρνάβας χειροτόνησαν ως επίσκοπο τον Κύπριο Αριστοκλειανό, που τον έστειλαν για να υπηρετήσει στο νησί του. Τον συνάντησαν αργότερα στην Κύπρο, στο χωριό του, κοντά στην Αμαθούντα. Στη συνέχεια, και η Αμαθούς αποτέλεσε επισκοπική περιφέρεια.
Από τους πρώτους Κυπρίους επισκόπους αναφέρεται και ο Φιλάγριος, ο οποίος χαρακτηρίζεται στον Κώδικα 231 της Πετρούπολης ως επίσκοπος Κύπρου είς Κούριν (= Κούριον). Αλλά, σύμφωνα και με την παράδοση, και ο άγιος Λάζαρος ο τετραήμερος φίλος του Χριστού, που διέφυγε στην Κύπρο, χειροτονήθηκε από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα ως αρχιερεύς της Κιτιαίων...πόλεως. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Βαρνάβα στη Σαλαμίνα της Κύπρου, αναφέρεται στο Βίο του αγίου Αυξιβίου ότι ο Παύλος έστειλε στον άγιο Ηρακλείδιο στην Κύπρο τους Επαφράν (ένα από τους 70 αποστόλους) και Τυχικόν με την εντολή να χειροτονηθούν ως επίσκοποι Πάφου και Νεαπόλεως (= Λεμεσού) αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ο Παύλος ζήτησε από τον Ηρακλείδιο να χειροτονήσει και άλλο επίσκοπο στους Σόλους, τον Αυξίβιο.
Έτσι, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα αναφέρεται η ίδρυση και ύπαρξη στην Κύπρο των ακολούθων 7 επισκοπών: Ταμασού, Αμαθούντος, Κουρίου, Κιτίου, Πάφου, Νεαπόλεως και Σόλων. Επιπρόσθετα, ο άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος στο Εγκώμιον εις...Θεοσέβιον, αναφέρει και τον Κόνωνα τον μεγάλο, ο οποίος πίστεψε στο Χριστιανισμό, βαπτίστηκε και κατέλαβε επισκοπική έδρα εν ταις ημέραις των αγίων αποστόλων. Άγνωστο ποια επισκοπική έδρα κατέλαβε, πιθανότατα όμως κάποια όγδοη, αφού τα ονόματα των επισκόπων των πρώτων επτά είναι γνωστά από τις πηγές, ως εξής:
1. Ηρακλείδιος, Ταμασού 2. Αριστοκλειανός, Αμαθούντος 3. Φιλάγριος, Κουρίου 4. Λάζαρος, Κιτίου 5. Επαφράς, Πάφου 6. Τυχικός, Νεαπόλεως 7. Αυξίβιος, Σόλων 8. Κόνων, άγνωστης.
Είναι φανερό ότι από την αρχή οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κατέβαλαν ιδιαίτερη φροντίδα για την καλύτερη οργάνωση της Κυπριακής Εκκλησίας και την πλήρη επάνδρωσή της με ιεράρχες.
Το 343 μ.Χ. τα πρακτικά της συνόδου της Σαρδικής (Σόφιας) υπογράφτηκαν και από 12 Κυπρίους επισκόπους, που τα ονόματά τους ήταν (κατά τη σειρά των πρακτικών): Αυξίβιος, Φώτιος, Γηράσιος (Γελάσιος), Αφροδίσιος, Ειρηνικός, Νουνέχιος, Αθανάσιος, Μακεδόνιος, Τριφύλλιος, Σπυρίδων, Νορβανός και Σωσικράτης.
Οι ιεράρχες αυτοί υπέγραψαν τα πρακτικά κάτω από την ένδειξη οι Κύπρου, χωρίς να αναφέρουν ο καθένας τη δική του επισκοπή. Δε γνωρίζουμε ποια επισκοπική έδρα κατείχε ο κάθε ένας από αυτούς, εκτός από μερικούς, από διάφορες πηγές: Ο Γηράσιος (Γελάσιος) ήταν επίσκοπος Σαλαμίνας, ο Μακεδόνιος επίσκοπος Ταμασού, ο Τριφύλλιος επίσκοπος Καλλινικησέων (Λευκωσίας) και ο άγιος Σπυρίδων επίσκοπος Τρεμιθούντος.
Ωστόσο, από τις πηγές γνωρίζουμε ποιες ήταν κατά τα μέσα του 4ου αιώνα οι 12 επισκοπές του νησιού:
1. Σαλαμίνος (Γελάσιος) 2. Κιτίου 3. Αμαθούντος 4. Νεαπόλεως 5. Κουρίου 6. Πάφου 7. Σόλων 8. Κυρηνείας 9. Καλλινικησέων (Τριφύλλιος) 10. Τρεμιθούντος (Σπυρίδων) 11. Κυθρίας 12. Ταμασού (Μακεδόνιος).
Ο άγιος Σπυρίδων παραβρέθηκε, μαζί με άλλους Κυπρίους ιεράρχες, και στην Α' οικουμενική σύνοδο της Νικαίας (325 μ.Χ.).
Μετά τη σύνοδο της Σαρδικής, και πριν από το 382 μ.Χ., ιδρύθηκε από τον άγιο Επιφάνιο, επίσκοπο Σαλαμίνας (Κωνσταντίας) και 13η επισκοπή, η επισκοπή Καρπασίας, με πρώτο επίσκοπο τον άγιο Φίλωνα. Σε δύο κώδικες αναφέρεται και επισκοπή Αδριακής ή Αδράκης στην Κύπρο, αλλά πρόκειται, όπως θεωρείται βέβαιο λάθος.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, παράλληλα με την ίδρυση πολλών μοναστηριών στο νησί, η Κυπριακή Εκκλησία οργανώθηκε στα πρότυπα άλλων βυζαντινών περιοχών, με βάση την κατανομή του νησιού σε επισκοπικές περιφέρειες, η κάθε μια από τις οποίες είχε έδρα της μια πόλη. Στο βίο του αγίου Βιλλιβάλδου η Κύπρος χαρακτηρίζεται ως επαρχία με δώδεκα επισκόπους, που όμως δεν κατονομάζονται. Στις 12 αυτές επισκοπές, αν δεν περιλαμβάνεται η Κωνσταντία (που έγινε αρχιεπισκοπή), τότε ο αριθμός συμφωνεί με αυτόν που δίνουν ο Γεώργιος ο Κύπριος και άλλες πηγές. Αλλού, ωστόσο, αναφέρεται ότι οι επισκοπές στην Κύπρο ήταν 13, πέρα από την Κωνσταντία, δηλαδή σύνολο 14. Οι επισκοπές αυτές, όπως φαίνεται ότι ανακατανεμήθηκαν, ήταν:
1. Κωνσταντίας 2. Κιτίου 3. Αμαθούντος 4. Νεαπόλεως 5. Κουρίου 6. Πάφου 7. Αρσινόης 8. Σόλων 9. Λαπήθου 10. Κυρηνείας 11. Καρπασίας 12. Τρεμιθούντος 13. Χύτρων 14. Λευκωσίας.
Μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα (κατά τον οποίο, όπως αναφέρθηκε, σεισμοί και άλλες θεομηνίες είχαν πλήξει καίρια το νησί), τα πράγματα άλλαξαν. Με τη νέα κατάσταση πραγμάτων και την ηρεμία και ασφάλεια που επικρατούσε, η Κύπρος γνώρισε και πάλι μια ανοδική πορεία. Η παραγωγή αγαθών καθώς και το εμπόριο έφεραν και πάλι οικονομική ακμή που, κατά συνέπεια, αναβάθμισε και το επίπεδο ζωής. Η ανοδική αυτή πορεία συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, οπότε άρχισαν οι τόσο καταστροφικές αραβικές επιδρομές με πρώτο στόχο την πρωτεύουσα Κωνσταντία, που έπληξαν καίρια και ολόκληρη την Κύπρο κατά τους επόμενους τρεις και περισσότερους αιώνες.
Οι επιδρομές άρχισαν όταν τον 7ο αιώνα επικράτησε στη Μέση Ανατολή ο Ισλαμισμός και δημιουργήθηκε η φιλοδοξία για αραβική κυριαρχία στη θάλασσα, οπότε η Κύπρος αποτέλεσε τον πρώτο στόχο. Η αναπόφευκτη αντιπαράθεση των Αράβων με τους Βυζαντινούς που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή και πάλι της Κύπρου, που δέχτηκε μια νέα σειρά επιδρομών. Οι πιο σοβαρές επιδρομές, εκτός από την πρώτη του 647 μ.Χ., έγιναν το 653/4, οπότε πληγώθηκε και πάλι ιδιαίτερα η Κωνσταντία, το 743, το 747, το 773, το 790 και το 806.
Οι επιδρομές έπληξαν όλα τα παραλιακά μέρη της Κύπρου, σημαντικές δε πόλεις, όπως το Κούριον, η Νέα Πάφος, η Κωνσταντία κ.ά., καταστράφηκαν. Οι περισσότερες παραλιακές πόλεις του νησιού, καθώς και οι περισσότεροι από τους λοιπούς παραλιακούς συνοικισμούς εγκαταλείφτηκαν και οι κάτοικοί τους μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, για περισσότερη προστασία και ασφάλεια. Οι επιδρομές κατέστρεψαν και πολλούς λαμπρούς ναούς (βασιλικές) σε διάφορα παραθαλάσσια μέρη του νησιού, από την Καρπασία μέχρι την Πάφο, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από τα κατάλοιπα όσων έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί και ερευνηθεί. Μερικές από τις βασιλικές ανοικοδομήθηκαν, για να καταστραφούν και πάλι. Σημαντικές δε χριστιανικές εστίες, όπως για παράδειγμα η Λάμπουσα, ερημώθηκαν και εγκαταλείφτηκαν οριστικά.
Ας δούμε κάπως λεπτομερέστερα τα συγκλονιστικά για ολόκληρη την Κύπρο αυτά γεγονότα, αρχίζοντας από την πρώτη μεγάλη αραβική επιδρομή που πραγματοποιήθηκε το 647 μ.Χ. και που οργανώθηκε - όπως και η δεύτερη λίγα χρόνια αργότερα- από τον εμίρη της Συρίας Μωαβία.
Ο Μωαβίας (Muawiyah) γεννήθηκε γύρω στο 602 και πέθανε το 680. Καταγόταν από τη Μέκκα (μέλος της φυλής των Κοραϊσιτών) και εγκαθίδρυσε τη μουσουλμανική δυναστεία των Ουμμεγιαδών της Δαμασκού. Υπήρξε εμίρης της Δαμασκού (Συρίας), δηλαδή στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής, από το 639/640 και χαλίφης από το 661 μέχρι το θάνατό του το 680. Αναδείχτηκε σε έναν από τους ικανότερους Άραβες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, με σημαντικές πολεμικές νίκες στη Μεσοποταμία, την Αρμενία, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Σε συνεργασία με τον εμίρη της Αιγύπτου, έθεσε τις βάσεις του πρώτου ισχυρού στόλου του αραβικού χαλιφάτου που υπήρξε και η πρώτη ναυτική δύναμη των Μουσουλμάνων. Ως χαλίφης, αποδείχτηκε σημαντικότατος αντίπαλος των Βυζαντινών, φτάνοντας τα τείχη της Κωνσταντινούπολης όπου όμως απέτυχε, ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει 30ετή συνθήκη ειρήνης με του Βυζαντινούς το 677.
Το 647 οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη σοβαρή και μεγάλη ναυτική επιχείρηση των Αράβων κατά της βυζαντινής Κύπρου, υπό την αρχηγία του ίδιου του εμίρη τότε της Συρίας Μωαβία (μερικά ελληνικά συγγράμματα τον αναφέρουν ως Μαυΐα), που εγκαινίασε και τη μακρά διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων με επίκεντρο την Κύπρο, που κράτησε γύρω στους τρεις αιώνες (7ος - 10ος) και έπληξε καίρια ολόκληρο το νησί. Η πρώτη αυτή μεγάλη επιδρομή έγινε και με τη συνεργασία των Αιγυπτίων, υπό τις ευλογίες δε και του χαλίφη του Ισλάμ Οθμάν, που πείστηκε να επιτρέψει την επιχείρηση από το Μωαβία.
Οι πηγές αναφέρουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό καραβιών που χρησιμοποιήθηκαν για την επιδρομή αυτή (1.700 σκάφη, με αρχηγό του στόλου τον Αβδαλλάχ Ιμπν Καΐς). Πολλά από τα καράβια αυτά διέθεσε ο τότε εμίρης της Αιγύπτου Αβδαλλάχ Ιμπν Σαάντ Ιμπν Αμπί Σαρ. Ο αιγυπτιακός στόλος πήρε μέρος στην επιδρομή κατά της Κύπρου πιθανότατα με κίνητρα εκδικητικά, επειδή το νησί είχε ίσως χρησιμοποιηθεί ως βάση για την επίθεση του βυζαντινού στόλου κατά της Αλεξάνδρειας στα 646, με αρχηγό το στρατηγό Μανουήλ.
Ο Μωαβίας, εμίρης της Συρίας από το 639/640, ίσως να είχε επίσης δεχτεί επιθέσεις Βυζαντινών στη Συρία με ορμητήριο την Κύπρο. Το 647 πάντως έφτασε στο νησί, κατέλαβε ύστερα από σύντομη πολιορκία την πρωτεύουσα Κωνσταντία (Σαλαμίνα) την οποία και λεηλάτησε και στη συνέχεια κούρσεψε, και πολλά άλλα μέρη του νησιού, χτυπώντας ιδίως τους παραθαλάσσιους οικισμούς του. Ο στόλος απέπλευσε από την Άκρα (Πτολεμαΐδα) της Συρίας, την δε εκστρατεία ακολουθούσε και η σύζυγος του Μωαβία, η Φακχιτάχ, σύμφωνα με την εντολή του χαλίφη Οθμάν.
Την εκστρατεία του Μωαβία στην Κύπρο ακολούθησε και η Ουμ-Χαράμ, βοηθός του προφήτη Μωάμεθ και πολύ στενά συνδεδεμένη μαζί του. Ήταν σύζυγος του αξιωματούχου Αμπάντα μπεν Σαμίτ. Η Ουμ-Χαράμ έπεσε από το μουλάρι της και σκοτώθηκε στην αλυκή της Λάρνακας και εκεί την έθαψαν. Στη θέση αυτή, πολύ αργότερα, οι Τούρκοι έκτισαν τέμενος, που είναι γνωστό με την ονομασία Χαλά Σουλτάν Τεκέ. Το τέμενος αυτό είναι ένα από τα πιο σεβαστά μνημεία της μουσουλμανικής θρησκείας.
Ο Μωαβίας, αφού πέτυχε εύκολη νίκη, μεταξύ άλλων επέβαλε στους κατοίκους της Κύπρου να πληρώνουν στους Άραβες ετήσιο φόρο από 7.200 χρυσά νομίσματα, δηλαδή του ίδιου ύψους φόρο που κατέβαλλαν και στους Βυζαντινούς. Τελικά όμως έφυγε από το νησί όταν πληροφορήθηκε ότι ο ισχυρός στόλος των Βυζαντινών, υπό τον κουβικουλάριο Κακόρριζο, έπλεε προς την Κύπρο.
Η επιδρομή όμως αυτή δεν έληξε έτσι απότομα. Αποτέλεσμα της ήταν να εγκαινιαστεί ένα περίεργο καθεστώς "ουδετερότητας" της Κύπρου ή και συγκυριαρχίας μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, που περιελάμβανε και τη μεταξύ τους ίση κατανομή των φόρων που κατέβαλλαν οι Κύπριοι.
Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το 653, ο Μωαβίας οργάνωσε και δεύτερη επιδρομή κατά της Κύπρου, με την πρόφαση ότι οι Κύπριοι είχαν παραβεί τους όρους που είχαν τεθεί μετά την προηγούμενη επιδρομή του. Αυτή τη φορά ο στόλος του αριθμούσε 500 καράβια, με στόλαρχο και πάλι τον Αβδαλλάχ Ιμπν Καΐς. Δεν ηγήθηκε όμως ο ίδιος της επιδρομής αλλά αντί εκείνου αρχηγός της επιχείρησης ήταν ο Αβδούλ Αβάρ. Πρώτος στόχος ήταν και πάλι η πρωτεύουσα Κωνσταντία που καταλήφτηκε και, ύστερα από λεηλασία 40 ημερών, καταστράφηκε ολοσχερώς και δεν ξανακτίστηκε. Ο Αβδούλ Αβάρ λεηλάτησε στη συνέχεια ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο, της οποίας οι σημαντικές πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς και εγκαταλείφτηκαν. Η Πάφος πρόβαλε σθεναρή αντίσταση αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί ύστερα από σκληρή πολιορκία και μετά από υπογραφή συμφωνίας.
Φορτωμένος με λάφυρα, ο Αβδούλ Αβάρ επέστρεψε κατόπιν στη Συρία αφήνοντας όμως πίσω στην Κύπρο ως φρουρά τις 12.000 των στρατιωτών του, που φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν-τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς - σε περιοχή κοντά στην Πάφο. Δεν είναι γνωστό πότε αποσύρθηκε το στράτευμα αυτό από την Κύπρο. Μια αραβική πηγή ( Άραβας ιστορικός Baladhury) αναφέρει ότι η φρουρά αποσύρθηκε αρκετά πιο ύστερα, από το γιο του Μωαβία, τον Ιζίδ. Φαίνεται όμως παράδοξο να παρέμεινε τόσο στράτευμα στην Κύπρο για πολύ καιρό, ιδίως όταν μετά τη δολοφονία του χαλίφη Οθμάν το 656 είχαν αρχίσει εσωτερικές και σοβαρές έριδες στο χαλιφάτο. Πιθανότερο φαίνεται ο στρατός να ανακλήθηκε από τον ίδιο το Μωαβία γύρω στα 659, όταν αυτός, πιεζόμενος από σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς. Αν όμως η αποχώρηση του στρατού έγινε μετά την υπογραφή της συνθήκης του 680/1 (όταν οι Άραβες ηττήθηκαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο), σημαίνει ότι είχαν παραμείνει στην Κύπρο για 30 περίπου χρόνια.
Ο Μωαβίας ήταν, πάντως, ο πρώτος Άραβας ηγέτης που αντιλήφτηκε ότι στον πόλεμο και, γενικότερα, στην αντιπαράθεση Αράβων και Βυζαντινών, σημαντικότατη προϋπόθεση ήταν η ύπαρξη ισχυρής ναυτικής δύναμης φαίνεται ακόμη ότι είχε κατανοήσει τη μεγάλη στρατηγική σημασία της Κύπρου καθώς και το μέγεθος των ωφελημάτων για τους Άραβες από τυχόν κατάληψή της
Με την απομάκρυνση της αραβικής φρουράς και την αναγνώριση της ουδετερότητάς της, η Κύπρος γινόταν τόπος συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που θα μπορούσαν να έρχονται για ειρηνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στην Κύπρο υπήρχαν παράλληλα Βυζαντινοί αξιωματούχοι και Μουσουλμάνος κυβερνήτης, (wali), διορισμένος από τους Άραβες.
Η συνθήκη του 688 μ.Χ., που υπέγραψε με τους Άραβες ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, σχετιζόταν βέβαια και με την Κύπρο. Περιείχε γενικά όρους βαρύτερους για τους Άραβες από την προηγούμενη συνθήκη του 680/1 και, μεταξύ άλλων, οι Άραβες ήταν τώρα υποχρεωμένοι να καταβάλλουν υψηλότερους φόρους προς τον αυτοκράτορα. Ωστόσο οι φόροι της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας (Γεωργίας) διαμοιράζονταν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε όμως την αποχώρηση των Μαρδαϊτών από το Λίβανο, πιθανότατα για εξισορρόπηση των δυνάμεων στην περιοχή, δεδομένου ότι 12.000 Άραβες είχαν αποσυρθεί από την Κύπρο (με βάση τη συνθήκη του 680/1).
Παρόλ' αυτά η ισορροπία αυτή ανατράπηκε στα 691/2 ξαφνικά, εξαιτίας του σημαντικότερου γεγονότος που πραγματοποιήθηκε στις ημέρες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β', σχετικά με την Κύπρο. Την εποχή αυτή, εντελώς "παράδοξα", ο αυτοκράτορας διέταξε τη μεταφορά του πληθυσμού της Κύπρου στην Κύζικο, αρχαία πόλη της Προποντίδας, ανάμεσα στην Πάνορμο και στην Αρτάκη (Ελλήσποντος). Όπως σήμερα θεωρείται βέβαιο, οι λόγοι της μεταφοράς αυτής του κυπριακού πληθυσμού στην Κύζικο ήταν βασικά η αποστέρηση των κυπριακών φόρων από το θησαυροφυλάκιο των Αράβων και η χρησιμοποίηση των Κυπρίων σε διάφορες σημαντικές (για την περίοδο εκείνη) υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, όπως στρατιωτικές, ναυτικές / ναυπηγικές και άλλες, υπό τις διαταγές της στρατηγίας των Καραβισιάνων.
Η ασύνετη, όπως χαρακτηρίστηκε ενέργεια του Ιουστινιανού να μεταφέρει μεγάλο αριθμό Κυπρίων στην Κύζικο είχε σαν συνέπεια παρόμοια ενέργεια του χαλίφη Αμπντ Αλ Μάλικ, ο οποίος μετέφερε στη συνέχεια τον υπόλοιπο κυπριακό πληθυσμό από την Κύπρο στη Συρία. Η ενέργεια αυτή του χαλίφη σήμαινε ότι θεωρούσε μέρος του πληθυσμού της Κύπρου ως υποκείμενο σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις απέναντί του.
Στην Κύζικο μεταφέρθηκαν, πιθανότατα, οι επιφανέστεροι αλλά και οι ικανότεροι από τους Κυπρίους για ναυτική και στρατιωτική υπηρεσία. Επικεφαλής αυτών που μεταφέρθηκαν ήταν ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ιωάννης και οι επίσκοποι. Η περιοχή του Ελλησπόντου στην οποία εγκαταστάθηκαν οι Κύπριοι, ονομάστηκε Νέα Ιουστινιανούπολις ή Ιουστινιανή. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της μετοικεσίας, ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει μέχρι σήμερα στον τίτλο αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου.
Η μετοικεσία των Κυπρίων στην Κύζικο (που πολλοί την θεώρησαν ως εξορία, αλλά που ήταν πράξη συνηθισμένη κατά το Μεσαίωνα) δε διάρκεσε για πολύ αλλά στοίχισε σε πολλούς τη ζωή εξαιτίας των ταλαιπωριών. Μια νέα επαναβεβαίωση της συνθήκης του 688 μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, που έγινε πιθανότατα το 705, μόλις ο Ιουστινιανός επανήλθε στο θρόνο του (αντί το 698/9 όπως πιστευόταν μέχρι πρόσφατα), επέτρεψε την επιστροφή των Κυπρίων από την Κύζικο στην πατρίδα τους, αλλά και την επιστροφή στο νησί των Κυπρίων που είχαν μεταφερθεί στη Συρία.
Στις ημέρες του Ιουστινιανού πραγματοποιήθηκε η γνωστή εν Τρούλλω οικουμενική σύνοδος του 691/2 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν στη θολωτή αίθουσα - αίθουσα του τρούλλου - του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη). Στα Πρακτικά της συνόδου αυτής, γνωστής και ως Πενθέκτης, απαντά (πέμπτη στη σειρά) και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννη, που υπογράφει ως αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανούπολης. Πιστεύεται ότι η ανύψωση του Κυπρίου αρχιεπισκόπου στην πέμπτη θέση μεταξύ των πατέρων της συνόδου (γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις) οφειλόταν σε εύνοια του Ιουστινιανού Β' (ο οποίος είχε συγκαλέσει την σύνοδο) προς το πρόσωπο του Ιωάννη.
Με την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν στο νησί και Άραβες (αιχμάλωτοι των Βυζαντινών και άλλοι). Εφαρμόστηκε έτσι και πάλι το καθεστώς της "ουδετερότητας", της ισορροπίας και της συνύπαρξης. Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών διευκολύνθηκε πολύ και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Αράβων. Η Κύπρος χρησίμευε και σαν διαμετακομιστικός σταθμός.
Ο Άραβας ιστορικός Ίμπν Χαουκάλ, που έζησε το 10ο αιώνα, αναφέρει τα εξής για την εποχή αυτή: Η Κύπρος παράγει ωραία μαστίχη και άφθονη ρητίνη και μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα, η δε γονιμότητα της γης της ξεπερνά κάθε περιγραφή. Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας για την Κρήτη και για την Κύπρο γράφει: αυτά ήταν νησιά, όπου υπήρχαν άφθονα τα αγαθά και οι φόροι και το εμπόριο και η εξαγωγική και εισαγωγική κίνηση ήκμαζε.
Ένας Άγγλος προσκυνητής που πέρασε από την Κύπρο την εποχή αυτή (723 μ.Χ.) και έμεινε τρεις εβδομάδες στην Πάφο και στην Κωνσταντία, ο Willibald, γράφει για τους Κυπρίους ότι βρίσκονταν μεταξύ των Ελλήνων και των Σαρακηνών και ότι ήταν άοπλοι, γιατί υπήρχε βαθιά ειρήνη και φιλία.
Στη συνέχεια οι ειρηνικές συνθήκες διακόπτονται κατά διαστήματα από επιδρομές και αναστατώσεις. Αραβικός στόλος κάτω από την ηγεσία του Μωαβία, γιου του χαλίφη Χισιάμ, βρήκε στην Κύπρο καταφύγιο το 726 και χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να κάνει λεηλασίες σε βάρος του πληθυσμού. Ο χαλίφης Ουαλίντ Β' έκανε επιδρομή εναντίον της Κύπρου το 743 και πήρε αιχμαλώτους στη Συρία. Αποδοκιμάστηκε, όμως, από το κοινό για την πράξη του αυτή και ο γιος του, Γιαζίντ Γ', τους έφερε πίσω σε ένα χρόνο.
Το 747 μ.Χ., σε μια εποχή που στις χώρες του Βυζαντίου είχε εξαπλωθεί η πανούκλα, αναφέρεται ότι αραβικός στόλος από 1.000 πλοία ξεκίνησε για την Κύπρο. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον τους αυτοκρατορικές δυνάμεις, που κατέστρεψαν τα αραβικά πλοία.
Ο χαλίφης Αρούν αλ-Ρασίτ έκανε δύο επιδρομές εναντίον της Κύπρου (790 και 806 μ.Χ.). Στη δεύτερη επίθεση οι Σαρακηνοί προξένησαν πολλές καταστροφές και αιχμαλώτισαν 16.000 κατοίκους, μαζί και τον αρχιεπίσκοπο. Ο χαλίφης, ωστόσο τους ελευθέρωσε σε λίγο. Αιτία για την επίθεση αυτή ο Βυζαντινός χρονογράφος δίνει παρασπονδίες του Βυζαντινού αυτοκράτορα απέναντι στους Άραβες. Οι Άραβες χρονογράφοι δίνουν ως αιτία παρασπονδία των ίδιων των Κυπρίων.
Παρόλο, όμως, που κατά διαστήματα γίνονταν τέτοιες επιθέσεις, οι ειρηνικές ανταλλαγές δε φαίνεται να σταματούσαν. Το 83Ο μ.Χ., ο χαλίφης Αλ Μαμούν ίδρυσε στη Βαγδάτη "οίκο μάθησης", όπου θα μεταφράζονταν στα αραβικά επιστημονικά έργα άλλων λαών. Από την Κύπρο μεταφέρθηκαν στη Βαγδάτη για μετάφραση έργα Ελλήνων φιλοσόφων και άλλων συγγραφέων.
Αργότερά όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Βασίλειος Α' Μακεδών, το καθεστώς της ουδετερότητας της Κύπρου διακόπηκε για ένα διάστημα. Η Κύπρος διοργανώθηκε τότε στρατιωτικά και διοικητικά ως επαρχία του Βυζαντίου (875-881 μ.Χ.). Έπειτα, όμως, η Κύπρος ξαναγύρισε στην προηγούμενη κατάσταση. Το νησί ήταν πάλι προσιτό στους Άραβες. Χαρακτηριστικά, το 904, μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, οι Σαρακηνοί πέρασαν μαζί με τους αιχμαλώτους τους από την Κύπρο και έκαναν σταθμό στην Πάφο.
Ωστόσο η επόμενη επιδρομή και καταστροφή της Κύπρου δεν άργησε να έρθει και φαίνεται ότι σχετίστηκε με τις δραστηριότητες, στην περιοχή, του Βυζαντινού ναυάρχου Ιμερίου, που έδρασε κατά την πρώτη δεκαετία του 10ου αιώνα. Ο Ιμέριος είναι γνωστός κυρίως για τις ναυτικές του επιχειρήσεις κατά των Αράβων σε διάφορα μέρη της Μεσογείου στις ημέρες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Στ' του Σοφού. Οι κυριότερες ναυτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιμερίου μεταξύ 900 και 912 ήταν μια αποστολή του να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Άραβες το 902, που απέτυχε, μια δεύτερη αποστολή του στην Κρήτη το 904 που και πάλι δεν είχε ουσιαστικά αποτελέσματα, επιθέσεις του στη Συρία, την Κιλικία και άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, μια νίκη του επί του αραβικού στόλου το 909 και μια ήττα του από τον αραβικό στόλο το 912 κοντά στη Σάμο. Μετά την ήττα του το 912, επέστρεψε στο Βυζάντιο όπου όμως πιάστηκε και περιορίστηκε στη μονή Καμπά.
Κατά τη διάρκεια των ναυτικών του επιχειρήσεων κατά των Αράβων, ο Ιμέριος χρησιμοποίησε την Κύπρο ως ναυτική του βάση για επιδρομές στην ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Κρήτη, ο Ιμέριος πήρε σημαντική βοήθεια, κυρίως προμήθειες, από την Κύπρο. Στις ναυτικές του επιθέσεις κατά των Αράβων στην ανατολική Μεσόγειο, ο Ιμέριος συνεργάστηκε με τον τότε Βυζαντινό άρχοντα της Κύπρου Λέοντα Συμβατίκη (κατά το 909-910), ο οποίος και τον συνέδραμε.
Εξαιτίας της χρησιμοποίησης της Κύπρου ως ναυτικής βάσης για τις επιθέσεις του Ιμερίου στην ανατολική Μεσόγειο, και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Έλληνες Κύπριοι υποστήριξαν και συνέδραμαν το Βυζαντινό ναύαρχο, πραγματοποιήθηκε μια από τις πιο καταστροφικές επιδρομές των Αράβων κατά του νησιού, υπό το ναύαρχο Νταμιάνα.
Ο Νταμιάνα (Δαμιανός) ήταν Έλληνας εξωμότης ναύαρχος που ασπάστηκε το Μωαμεθανισμό, συνεργάστηκε στενά με τους Άραβες. Φαίνεται ότι αρχικά ήταν σκλάβος, που έγινε Μουσουλμάνος (κατά τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό ήταν "εξωμότης Χριστιανός και κακός Μουσουλμάνος"). Στις ανατολικές πηγές αναφέρεται για πρώτη φορά ως εμίρης (κυβερνήτης) της Ταρσού κατά το έτος 283 από εγίρας (=905). Γύρω στο 908 βρισκόταν στη Βαγδάτη, από όπου και στάλθηκε ως αρχηγός επιδρομικής ενέργειας κατά της Αιγύπτου. Το 911 /12 ηγήθηκε της εγκληματικής επιδρομής κατά της Κύπρου, με ορμητήριο την Ταρσό. Λίγο αργότερα πήρε μέρος σε επιδρομή κατά του κάστρου του Malik του Αρμενίου. Ο χρόνος του θανάτου του δίνεται διαφορετικός στις πηγές. Ο Ibn al-Athir γράφει ότι ο "Νταμιάνα, διοικητής των στρατιών και κύριος της Μεσογείου πέθανε το 301 " (από εγίρας). Ο Κεδρηνός αναφέρει ότι ο Νταμιάνα, εμίρης της Τύρου, πέθανε από ασθένεια κατά τη διάρκεια μεγάλης επιχείρησης κατά των Βυζαντινών, κατά το 917.
Ο Νταμιάνα σχετίστηκε με εισβολή και τρομερή καταστροφή στην Κύπρο κατά το 911 /12 μ.Χ. Αν και η στρατιωτική επιχείρησή του κατά του νησιού αποτελούσε αντίποινο για τις επιθέσεις κατά των Αράβων που είχε διενεργήσει λίγο πιο πριν ο Βυζαντινός ναύαρχος Ιμέριος με ναυτική του βάση την Κύπρο, ωστόσο ο αιμοχαρής Νταμιάνα αφέθηκε να οδηγηθεί σε πρωτοφανείς πράξεις βίας και αγριότητας κατά του ανυπεράσπιστου λαού της Κύπρου, εκείνου δηλαδή που δε μπορούσε να έχει ευθύνη για τις πράξεις του Βυζαντινού αξιωματούχου. Επί τέσσερις ολόκληρους μήνες αναφέρεται ότι ο Νταμιάνα διέτρεχε με τις στρατιωτικές του δυνάμεις την Κύπρο, καίγοντας, σκοτώνοντας αδιάκριτα, βιάζοντας, λεηλατώντας και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους.
Με τα τραγικά αυτά γεγονότα σχετίστηκε και μια από τις σημαντικότερες μορφές της Κυπριακής Εκκλησίας, ο τότε επίσκοπος Χύτρων άγιος Δημητριανός. Σύμφωνα με πληροφορίες που διασώζονται στο Βίο του, ο Δημητριανός γεννήθηκε σε μια κωμόπολη της επισκοπικής περιφέρειας των Χύτρων (Κυθρέας) που ονομαζόταν Συκαί, και βρισκόταν κοντά στο χωριό Παλαίκυθρο (γνωστή σήμερα ως Συκά). Ο χρόνος της γέννησής του δεν καθορίζεται ακριβώς, αλλά αναφέρεται ότι ο άγιος γεννήθηκε την εποχή της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοφίλου Β' (829-840). Με βάση διάφορα άλλα στοιχεία από το Βίο του μπορούμε να υποθέσουμε ότι γεννήθηκε γύρω στο 834-835. Ο πατέρας του ήταν ιερέας, και από αυτόν, καθώς και από την ευσεβή μητέρα του, ανατράφηκε χριστιανικά. Νεαρός σε ηλικία 15 χρόνων, νυμφεύτηκε. Η σύζυγός του όμως πέθανε παρθένα ύστερα από 3 μήνες, οπότε ο Δημητριανός αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Πήγε τότε στο ονομαστό μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου που βρισκόταν στο βουνό πάνω από την Κυθρέα και που σήμερα δε σώζεται. Στο μοναστήρι αυτό έγινε με χαρά δεκτός από τους μοναχούς οι οποίοι τον παρακινούσαν να γίνει και ο ίδιος μοναχός.
Όπως αναφέρεται, στο μοναστήρι ο Δημητριανός έζησε μια σκληρότατη ασκητική ζωή, γυμνάζοντας όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα του, και απέκτησε τη χάρη να θεραπεύει τις αρρώστιες με απλή επαφή των χεριών του. Έτσι, πάντα κατά τον άγνωστο βιογράφο του, η φήμη του απλώθηκε παντού και πλήθη πασχόντων κατέφευγαν στο Δημητριανό που τους θεράπευε αφού πρώτα τους δίδασκε. Και έτσι πάντες και την νουθεσίαν και την θεραπείαν ως εκ θείας ενεργείας λαμβάνοντες, συν μεγίστη ευφροσύνη υπέστρεφον...
Όταν απέκτησε φήμη, ο τότε επίσκοπος Χύτρων Ευστάθιος πήρε κοντά του το Δημητριανό και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και οικονόμο της επισκοπικής τους περιφέρειας. Αργότερα, όταν πέθανε ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Αντωνίου, ο Δημητριανός επέστρεψε στο μοναστήρι του οποίου έγινε ο νέος ηγούμενος. Στο μοναστήρι παρέμεινε συνολικά 40 χρόνια. Όταν ο επίσκοπος Χύτρων Ευστάθιος έγινε αρχιεπίσκοπος, εξέλεξε ως αντικαταστάτη του στο θρόνο των Χύτρων το Δημητριανό, που αποδέχτηκε το αξίωμα ύστερα από πολλούς δισταγμούς. Υπολογίζεται ότι στον επισκοπικό θρόνο ανέβηκε σε ηλικία 56 χρόνων, δηλαδή κατά το 890 ή 891, και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, 25 περίπου χρόνια αργότερα.
Ως επίσκοπος, ο Δημητριανός διέπρεπε σύμφωνα με το βιογράφο του, σε αγαθοεργίες που σκοπό είχαν να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο, να βοηθήσουν τους φτωχούς και δυστυχείς, να προστατεύσουν τις χήρες και τα ορφανά, να θεραπεύσουν ασθένειες. Η σπουδαιότερη όμως πράξη του ήταν να ακολουθήσει μέχρι τη Βαγδάτη τους συμπατριώτες του που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από Άραβες κατά τη διάρκεια μεγάλης επιδρομής τους στην Κύπρο στα 911 - 12. Κατά τη διάρκεια της επιδρομής αυτής κατά της Κύπρου, που διενέργησε ο εξωμότης ναύαρχος Δαμιανός ή Νταμιάνα χιλιάδες Κύπριοι, πολλοί μάλιστα από την επισκοπική περιφέρεια του Δημητριανού, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο επίσκοπός τους, παρά το ότι πλησίαζε τότε την ηλικία των 80 χρόνων, αποφάσισε να ακολουθήσει και έξω από την Κύπρο τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του για να τους βοηθήσει όπως μπορούσε καλύτερα. Και τους ακολούθησε οπισθόπους μέχρι το τέρμα του μεγάλου ταξιδιού τους, που ήταν η Βαγδάτη. Εκεί ο Δημητριανός κατόρθωσε να γίνει δεκτός από το χαλίφη, από τον οποίο ζήτησε την απελευθέρωση όλων των Κυπρίων αιχμαλώτων. Επικαλέστηκε το άδικο της ληστρικής επιδρομής του Νταμιάνα στην Κύπρο και υποστήριξε ότι οι Κύπριοι δεν είχαν παραβεί τις υπάρχουσες συνθήκες ώστε να δικαιολογείται η εναντίον τους ενέργεια των Αράβων. Βέβαια, παρά τη συμφωνία Βυζαντινών και Αράβων για καθεστώς ουδετερότητας της Κύπρου, ο Βυζαντινός στρατηγός Ιμέριος είχε χρησιμοποιήσει το νησί ως στρατιωτική του βάση. Αλλά η δραστηριότητα αυτή του Ιμέριου επιβλήθηκε στους Κυπρίους με τη βία, υποστήριξε ο Δημητριανός, συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθούν υπεύθυνοι.
Τελικά ο Δημητριανός κατόρθωσε να πείσει το χαλίφη της Βαγδάτης να απελευθερώσει όλους τους Κυπρίους αιχμαλώτους (δηλαδή όσους είχαν επιζήσει από την αφάνταστη ταλαιπωρία) που επέστρεφαν στην Κύπρο μαζί με το γέροντα ιεράρχη τους. Την αποστολή του Δημητριανού υποστήριξε και η αυτοκρατορία, με διπλωματική αποστολή που έστειλε στη Βαγδάτη ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Νικόλαος Μυστικός (Αύγουστος του 913).
Λίγο μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Δημητριανός πέθανε το 915 σε ηλικία 80 ή 81 χρόνων.
Γενικά μιλώντας για την περίοδο αυτή, μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις περίπου αιώνες της εποχής των αραβικών επιδρομών είναι από τους πιο τραγικούς της Ιστορίας της Κύπρου.
Οι Άραβες δεν επιδίωξαν (ή και δεν ήταν σε θέση να επιδιώξουν) μια μόνιμη επικυριαρχία στην Κύπρο και κατάληψη του νησιού. Αρκούνταν μόνο σε μεγάλες ή μικρότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη μορφή των επιδρομών, που κατέληγαν σε εκτεταμένες λεηλασίες. Αμέσως μετά αναχωρούσαν, συναποκομίζοντας διάφορους θησαυρούς καθώς και πολλούς αιχμαλώτους που πουλιόνταν ως σκλάβοι στην Ανατολή. Άφηναν δε πίσω τους ερείπια και στάχτες, την καταστροφή, το θάνατο και την ερήμωση. Έτσι, το νησί οδηγήθηκε σε τέτοια κατάσταση παρακμής, ώστε κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως τόπος εξορίας ανθρώπων που έπεφταν σε δυσμένεια ή ήταν ηττημένοι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί αντίπαλοι. Επειδή όμως, κατά την ίδια περίοδο των αραβικών επιδρομών, είχε ξεσπάσει και η μεγάλη έριδα σχετικά με τη λατρεία των εκκλησιαστικών εικόνων στην αυτοκρατορία, η Κύπρος αποτέλεσε και καταφύγιο πολλών εικονολατρών, ή και καταφύγιο ανθρώπων από γειτονικές χώρες οι οποίοι επίσης υπέφεραν από την αραβική επέκταση και κυριαρχία.
Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, οι Βυζαντινοί κατέβαλαν προσπάθειες για καλύτερη άμυνα της Κύπρου, στο πλαίσιο των οποίων κτίστηκαν διάφορα κάστρα (όπως το φρούριο "Σαράντα Κολώνες" στην Κάτω Πάφο). Στο πλαίσιο, εξάλλου, προσπαθειών για επίτευξη ειρήνης μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, έγιναν και συμφωνίες που προνοούσαν για ένα καθεστώς "αποστρατικοποιημένης ουδετερότητας" στην Κύπρο. Παρά το ότι δοκιμάστηκε η εφαρμογή ενός τέτοιου καθεστώτος, ωστόσο η σχετική με την Κύπρο συμφωνία δεν τηρήθηκε απόλυτα πιστά ούτε από τους Βυζαντινούς (που σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποίησαν και πάλι το νησί ως στρατιωτική βάση για επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο), ούτε και από τους Άραβες (που επαναλάμβαναν τις κατά της Κύπρου επιδρομές τους).
Παρά τα δεινά εξαιτίας των επιδρομών, η Κυπριακή Εκκλησία εξακολούθησε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ορθοδοξία και να εκπροσωπείται και στις διάφορες συνόδους, ιδίως δε στην έβδομη οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας (το 787 μ.Χ.) που ασχολήθηκε με το ζήτημα των εικόνων, και στην οποία ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Κωνσταντίνος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, εισηγούμενος την αποδοχή της αρχής (που έγινε τελικά αποδεκτή) ότι οι εικόνες πρέπει να αποτελούν αντικείμενα σεβασμού αλλά όχι αντικείμενα λατρείας.
Η τελική απαλλαγή της Κύπρου από την αραβική απειλή ήρθε το 965, μετά τις επιτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά κατά των Αράβων. Στην Κύπρο ο αυτοκράτορας απέστειλε το στρατηγό Νικήτα Χαλκούτζη, ικανότατο στρατιωτικό ο οποίος λίγο πιο πριν (το 960) είχε ελευθερώσει από τους Άραβες και την Κρήτη. Έτσι, μετά την επιτυχημένη αποστολή του στρατηγού Χαλκούτζη, το 965 μ.Χ. η Κύπρος περιήλθε ξανά στην κατοχή των Βυζαντινών και επανενώθηκε με την αυτοκρατορία.
Η Κύπρος κυβερνιόταν από νεότερους Βυζαντινούς αξιωματούχους που συνήθως έφεραν τον τίτλο του δούκα (αν και μερικοί παλαιοί ιστορικοί και χρονογράφοι τους ονομάζουν όλους δούκες). Με την υπαγωγή όμως ξανά της Κύπρου στο Βυζαντινό κόσμο, και τη διακυβέρνηση του νησιού από Βυζαντινούς κυβερνήτες, επανήλθαν και οι προσωπικές φιλοδοξίες μερικών από αυτούς, που δοκίμασαν και πάλι να αποκόψουν το νησί από την αυτοκρατορία και να καταστούν οι ίδιοι ανεξάρτητοι ηγεμόνες του. Έτσι το 1042 έγινε η πρώτη απόπειρα με πρωταγωνιστή το διοικητή (κατεπάνω) της Κύπρου Θεόφιλο Ερωτικό. Το κίνημα αυτό καταπνίγηκε από τον τότε αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' το Μονομάχο που απέστειλε κατά του Θεόφιλου στρατιωτική δύναμη υπό τον Κωνσταντίνο Χαγέ. Ο τελευταίος συνέλαβε το Θεόφιλο που τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη όπου τιμωρήθηκε, διαπομπευόμενος μεταξύ άλλων και στον ιππόδρομο με γυναικεία ενδυμασία.
Μισό περίπου αιώνα αργότερα, το 1092, έγινε νέα αποσχιστική απόπειρα με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον τότε διοικητή του νησιού Ραψομάτη. Το κίνημα έγινε παράλληλα με άλλο στην Κρήτη, υπό τον εκεί διοικητή Καρύκη, και με συνεννόηση και παράλληλες στρατιωτικές ενέργειες του εμίρη της Σμύρνης Τζαχά. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός απέστειλε κατά των τριών συνωμοτών στρατιωτική δύναμη υπό τον Ιωάννη Δούκα και τον στρατηγό Μανουήλ Βουτουμίτη. Και οι τρεις εξουδετερώθηκαν. Στην Κύπρο, ο Ραψομάτης συνελήφθη στο Σταυροβούνι.
Η παρουσία στην Κύπρο του στρατηγού Μανουήλ Βουτουμίτη, έξοχου στρατιωτικού νου, συνδέθηκε και με την ίδρυση του μοναστηριού του Κύκκου, που φαίνεται ως ενέργεια η οποία εντασσόταν στο ευρύτερο πολιτικοστρατιωτικό δόγμα της αυτοκρατορίας τότε. Η ίδρυση του μοναστηριού αυτού, όπως και άλλων που ιδρύθηκαν στην Κύπρο και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας την εποχή των Κομνηνών (στην Κύπρο επί Κομνηνών ιδρύθηκαν και τα μοναστήρια του Μαχαιρά, της Χρυσορροϊάτισσας και του Αγίου Νεόφυτου), έγινε σε επίλεκτη θέση που ήταν και παρατηρητήριο που εξυπηρετούσε και γενικότερα σχέδια άμυνας. Στο μεταξύ, ήταν ήδη ιδρυμένα και τα τρία κάστρα της οροσειράς του Πενταδακτύλου ( Άγιος Ιλαρίων, Βουφαβέντο, Καντάρα).
Ο κινηματίας Ραψομάτης φαίνεται ότι είχε εκμεταλλευθεί τη δυσαρέσκεια του κυπριακού πληθυσμού, εξαιτίας της κακοδιοίκησης, της φορολογίας και της εκμετάλλευσης, που είχαν οδηγήσει το νησί σε άθλια εσωτερική κατάσταση, όπως μαρτυρεί εξάλλου και ο διαπρεπής Κύπριος ιεράρχης του 12ου αιώνα Νικόλαος Μουζάλων (αρχιεπίσκοπος Κύπρου και μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινούπολης). Μετά την καταστολή του κινήματος, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός κατέβαλε προσπάθεια χρηστότερης και δικαιότερης διοίκησης του νησιού, διορίζοντας ικανούς και τίμιους διοικητικούς αξιωματούχους.
Την εποχή των Κομνηνών εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο τόσο Αρμένιοι όσο και Μαρωνίτες, που κατοίκησαν σε χωριστούς οικισμούς οι οποίοι και ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού. Απόγονοι τόσο των Αρμενίων όσο και των Μαρωνιτών (που ενισχύθηκαν και με νέους αποίκους αργότερα), εξακολουθούν να ζουν μέχρι σήμερα στην Κύπρο.
Η τρίτη αποσχιστική ενέργεια Βυζαντινού αξιωματούχου έγινε το 1185, και αφού στο μεταξύ διάστημα η Κύπρος υπέφερε και από επιδρομές και λεηλασίες, κυρίως το 1156 οπότε το νησί λεηλατήθηκε άγρια από τον "ευγενή" τυχοδιώκτη Ρεϋνάλδο ντε Σιατιγιόν και το βασιλιά της Αρμενίας Θορός Β'. Είχαν προηγηθεί επιδρομή του βενετικού στόλου (1122) και αναγνώριση εμπορικών προνομίων των Βενετών στην Κύπρο (1148), και είχαν ακολουθήσει επιδρομή των Αιγυπτίων (1158) και επιδρομή του Ραϋμόνδου της Τριπόλεως (1161).
Η αυτοκρατορία εμφανιζόταν πια αδύναμη να προστατεύει αποτελεσματικά την Κύπρο, σε μια εποχή κατά την οποία οι σταυροφορίες των Δυτικών (που εξελίσσονταν σε ληστρικές επιχειρήσεις) δημιουργούσαν γενικότερα προβλήματα στην Κωνσταντινούπολη. Η αναμέτρηση των Σταυροφόρων της Δύσης με τους μη Χριστιανούς της Εγγύς Ανατολής, δημιούργησε ξανά ένα πεδίο συνεχών συγκρούσεων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, από τις οποίες έμελλε να υποφέρει ξανά και η Κύπρος, της οποίας η καίρια γεωγραφική θέση καθόρισε την τραγική της μοίρα ανά τους αιώνες. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ένας γόνος της οικογένειας των Κομνηνών, ο Ισαάκιος Κομνηνός, κατόρθωσε να αναλάβει, με πλαστά έγγραφα, τη διοίκηση της Κύπρου, την οποία και απέσπασε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1185, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα του νησιού.
Οι αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις που στάλθηκαν κατά του κινηματία, ηττήθηκαν από τον Ισαάκιο Κομνηνό που βοήθησε και από στρατιωτικές δυνάμεις του βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β', ο οποίος ήταν και εξ αγχιστείας συγγενής του.
Ενώ μετά τη νίκη του ο Ισαάκιος Κομνηνός φάνηκε ότι είχε εδραιώσει την προσωπική του κυριαρχία στο νησί, σύντομα ωστόσο οι φιλοδοξίες του τερματίστηκαν άδοξα και νέες συμφορές έπεσαν πάνω στην Κύπρο. Το 1191 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που μετείχε στην τρίτη σταυροφορία, έφτασε στην Κύπρο καθ' οδόν προς τους Αγίους Τόπους (τους οποίους όμως δεν κατόρθωσε να απελευθερώσει, αν και εκεί ήταν που είχε κερδίσει την επωνυμία Λεοντόκαρδος). Με τη δικαιολογία ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν είχε συμπεριφερθεί ικανοποιητικά στην αρραβωνιαστικιά του Βερεγγάρια, ο Ριχάρδος επιτέθηκε κατά του ηγεμόνα της Κύπρου αφού μάλιστα και η μεταξύ τους επαφή δεν είχε αποδώσει). Βοηθούμενος και από άλλους ευγενείς, όπως ο Γκυ ντε Λουζινιάν, ο Ριχάρδος σε σύντομο χρόνο κατέβαλε τις δυνάμεις του Ισαακίου, τον ίδιο δε και την οικογένειά του αιχμαλώτισε. Για μια ακόμη φορά το νησί λεηλατήθηκε άγρια, αυτή τη φορά από τους "πιστούς Χριστιανούς" σταυροφόρους του Ριχάρδου. Οι καπνοί από τις νέες καταστροφές σήμαιναν τώρα και την οριστική αφαίρεση της Κύπρου από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με την οποία οι μετέπειτα σχέσεις θα ήταν κυρίως θρησκευτικές και πνευματικές.
* * *
Πριν ολοκληρώσουμε το κεφάλαιο της Βυζαντινής περιόδου της Ιστορίας της Κύπρου, θα πρέπει να πούμε και δύο λόγια για τον πνευματικό και θρησκευτικό βίο των αιώνων αυτών.
Η Βυζαντινή περίοδος της Κυπριακής Ιστορίας χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα. Τούτο μαρτυρούν η ύπαρξη πολλών μοναστηριών, πάρα πολλών εκκλησιών ενός μεγάλου αριθμού τοπικών αλλά και ξένων αγίων που έζησαν στην Κύπρο, όπως και οι πάμπολλες παραδόσεις καθώς και οι θρύλοι. Στους τελευταίους περιλαμβάνονται και πολλοί θρύλοι όπως και δημοτικά τραγούδια του ακριτικού κύκλου.
Ιδίως κατά τα χρόνια της Εικονομαχίας, που συγκλόνισε την αυτοκρατορία, πολλοί εικονολάτρες μοναχοί ή και κληρικοί βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο, μεταφέροντας μαζί τους και αξιόλογες θαυματουργές εικόνες ή και άλλα κειμήλια που περιλάμβαναν και οστά ή λείψανα αγίων. Έτσι, ιδρύθηκαν διάφορα μοναστήρια και ο μοναχικός βίος γνώρισε μεγάλη ακμή. Ας σταθούμε λίγο στο όλο ζήτημα των μοναστηριών, που θα διαδραματίσουν ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο στην επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου στους αιώνες της σκληρής σκλαβιάς που θ' ακολουθήσουν.
Η ίδρυση των πρώτων μοναστηριών: Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες μοναστήρια άρχισαν να λειτουργούν στην Κύπρο από τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια, μάλιστα, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα (λ.χ. Σταυροβούνι, ιδρύθηκε από την αγία Ελένη). Κατά τον ίδιο δε αιώνα και πιο πριν ακόμη υπάρχουν πληροφορίες για ασκητήρια και ασκητές σε διάφορα μέρη του νησιού ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σημαντικά κατά τα χρόνια της Εικονομαχίας. Βέβαια η ύπαρξη ασκητών σε απομονωμένους χώρους, όπου αφιερώνονταν στην προσευχή, δε σήμαινε αναγκαστικά και την ύπαρξη μοναστηριών. Ωστόσο ο ασκητικός βίος και η τάση απομάκρυνσης από την κοινωνική και κοσμική ζωή ήταν εκείνο που τελικά οδήγησε στη σύσταση των μοναστηριών. Ο μοναχισμός (από τη λέξη μοναχός-μόνος) δεν ταυτίζεται βέβαια πλήρως με τον ασκητισμό. Ο μοναχικός βίος έχει τις ρίζες του στα χρόνια των αποστόλων, δηλαδή στην αρχή της γέννησης του Χριστιανισμού (ο ίδιος ο Χριστός πήγαινε σε έρημους τόπους για προσευχή), όμως επίσημα, ως εκδήλωση της χριστιανικής ζωής εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 3ου και τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τότε θα πρέπει να τοποθετηθεί και η εμφάνισή του στην Κύπρο.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για το πότε και ποια μοναστήρια ιδρύθηκαν πρώτα στο νησί (μοναστήρια με την έννοια βέβαια της οργανωμένης μοναχικής ζωής και της ύπαρξης εγκαταστάσεων). Σύμφωνα πάντως με την τοπική εκκλησιαστική παράδοση, μεταξύ των πρώτων που ιδρύθηκαν στην Κύπρο ήταν το Σταυροβούνι, αφού ως ιδρύτριά του αναφέρεται η αγία Ελένη που επισκέφτηκε την Κύπρο κατά τον πρώτο μισό του 4ου αιώνα, όπως επίσης και η Μονή των Ιερέων (ή Αγία Μονή) στην επαρχία Πάφου που ιδρύθηκε από τους αγίους Ευτύχιο και Νικόλαο επίσης τον 4ο αιώνα (μάλιστα πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικού ναού). Στην ίδια περίοδο θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά και η ίδρυση του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου των Γάτων στο Ακρωτήρι της Λεμεσού, αν πιστέψουμε την παράδοση που το συνδέει με τις γάτες που έφαγαν τα φίδια και οι οποίες συνδέονται πάλι με την αγία Ελένη (αν και η παράδοση συνδέει το εκτροφείο γάτων του μοναστηριού με το δούκα Καλόκαιρο, όμως και πάλι κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα). Μετά τον ερχομό της αγίας Ελένης στην Κύπρο, η παράδοση τοποθετεί (4ος αιώνας) και την ίδρυση του μοναστηριού του Σταυρού στο χωριό Όμοδος (επαρχία Λεμεσού). Στον 5ο αιώνα τοποθετείται από μερικούς μελετητές η ίδρυση του μοναστηριού του Αγίου Αρκαδίου (σήμερα σε ερείπια), στο δάσος της Πάφου. Επίσης, στα χρόνια της Εικονομαχίας ιδρύθηκε το μοναστήρι του Μεγάλου Αγρού στην περιοχή όπου εξαπλώνεται σήμερα το χωριό Αγρός.
Διάφορες άλλες παραδόσεις, σχετικές με βίους και δραστηριότητες αγίων στην Κύπρο, συνδέονται επίσης με την ίδρυση μοναστηριών σε διάφορα μέρη του νησιού. Όμως, με βάση μόνο τις παραδόσεις δεν μπορούν να υπάρξουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία αλλά ούτε και σαφείς πληροφορίες για το είδος των μοναστηριών που λειτουργούσαν στο νησί κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, για τον τρόπο λειτουργίας τους κλπ.
Είναι όμως γεγονός ότι στα χρόνια της Εικονομαχίας, που συγκλόνισαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία βασικά τον 8ο μ.Χ. αιώνα, πολλοί εικονολάτρες ασκητές και μοναχοί από τη Μικρά Ασία και από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας ήρθαν στην Κύπρο όπου δεν αντιμετώπιζαν σοβαρό, τουλάχιστον, κίνδυνο διώξεων. Το ρεύμα αυτό ασφαλώς θα οδήγησε και στην ίδρυση μοναστηριών στο νησί και, πάντως, γέννησε πολλές παραδόσεις. Η άφιξη στην Κύπρο φυγάδων μοναχών συνδέεται και με τη μεταφορά στο νησί αγίων εικόνων, οστών αγίων και άλλων εκκλησιαστικών πολυτίμων κειμηλίων, που αργότερα η παράδοση θέλησε να τα παρουσιάσει ότι είχαν φτάσει ως εδώ με τα κύματα της θάλασσας και ύστερα από θαύματα με τα οποία ταυτίστηκαν.
Τέσσερις φυγάδες μοναχοί αναφέρεται ότι έφεραν στην Κύπρο ισάριθμες εικόνες της Παναγίας, έργα του αποστόλου Λουκά, που τοποθετήθηκαν σε ισάριθμα μοναστήρια τα οποία ιδρύθηκαν στο νησί: του Μεγάλου Αγρού, της Παναγίας του Άρακα (Λαγουδερά), της Παναγίας του Μαχαιρά και της Παναγίας Τροοδίτισσας. Στον απόστολο Λουκά αποδίδονται και άλλες εικόνες, μεταξύ των οποίων η εικόνα του μοναστηριού της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας την οποία σύμφωνα με την παράδοση έφερε στην Κύπρο η θάλασσα.
Κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών εξάλλου (7ος - 10ος μ.Χ. αιώνας), η αποστολή στην Κύπρο από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας στρατιωτικών σωμάτων, όπως οι Μαρδαΐτες, συνδέθηκε και με τη μεταφύτευση από αυτούς των ειδικών προστατών-αγίων και της ιδιαίτερης λατρείας τους. Οι Μαρδαΐτες σχετίζονται με τον άγιο Μάμα και με την ίδρυση του ομώνυμου μοναστηριού στη Μόρφου. Η μεταφορά, πάλι, και εγκατάσταση στην Κύπρο Αρμενίων, όπως και Μαρωνιτών, είχε ως αποτέλεσμα και την ίδρυση αντιστοίχων μοναστηριών κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Εκτός όμως από την εικονομαχική έριδα, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αφίξεις τόσο ασκητών όσο και μοναχών στην Κύπρο θα πρέπει να έγιναν και από άλλα μέρη για το λόγο της αποφυγής διώξεων από τους Άραβες και άλλους μη Χριστιανούς. Εξάλλου οι αραβικές επιδρομές στο νησί και οι άλλες συμφορές που το έπληξαν (περιλαμβανομένων ισχυρών θεομηνιών, σεισμών, ανομβριών κλπ.) ευνόησαν κατά κάποιο τρόπο το μοναχισμό, από την άποψη ότι πολλά δεινά αποδίδονταν στη θεία οργή. Τούτο, σε μια κοινωνία όπου η επίδραση της θρησκείας ήταν διάχυτη σε όλες τις δραστηριότητές της, οδηγούσε πολλούς στο να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στην Εκκλησία, καταφεύγοντας στο μοναχισμό, ή ακόμη να κληροδοτούν σε μοναστήρια την περιουσία τους.
Από φυγάδες μοναχούς πιθανά είχαν ιδρυθεί και τα μοναστήρια Παναγίας των Καθάρων (ή Καθαρκώτισσας) κοντά στο Λάρνακα της Λαπήθου, Παναγίας Αψινθιώτισσας κοντά στο Συγχαρί, ίσως δε και το μοναστήρι του Αντιφωνητή επίσης στον Πενταδάκτυλο (πιθανά διασώζει την ονομασία του Αντιφωνητή Χριστού που εικονιζόταν στην πύλη του ανακτόρου της Χάλκης και που ήταν η πρώτη εικόνα που καταστράφηκε από τους εικονομάχους, με εντολή του Λέοντος Γ').
Υπήρχαν επίσης, κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, και άλλα μοναστήρια που δε σώζονται σήμερα, όπως το γνωστό από το βίο του αγίου Δημητριανού μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου κοντά στους Χύτρους. Ακόμη, το γνωστό από πηγές της περιόδου της φραγκοκρατίας μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγκάνων, στη Λευκωσία, θα πρέπει να συνδεθεί με φυγάδες μοναχούς από την Κωνσταντινούπολη, αφού με την ίδια ακριβώς ονομασία υπήρχε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μοναστήρι.
Ίδρυση μοναστηριών με αυτοκρατορική εντολή: Μετά τον τερματισμό της αντιπαράθεσης Βυζαντινών και Αράβων στην Κύπρο και την επικράτηση και πάλι των Βυζαντινών στο νησί από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, δημιουργήθηκαν νέες συνθήκες. Μετά την απαλλαγή της Κύπρου από την αραβική απειλή, το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για το νησί εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν και η ενίσχυση του μοναχισμού στην Κύπρο που περιλάμβανε ίδρυση μοναστηριών ύστερα από αυτοκρατορική εντολή και προικοδότησή τους ή και ενίσχυσή τους με χορηγίες, προνόμια και δικαιώματα.
Έτσι, ιδρύθηκαν μερικά βασιλικά μοναστήρια. Βασιλικά λέγονται ακριβώς επειδή ιδρύθηκαν με αυτοκρατορικές χορηγίες. Τέτοια ήταν τα γνωστά μοναστήρια που ιδρύθηκαν στο νησί από τους Κομνηνούς, εκείνα της Παναγίας του Κύκκου και της Παναγίας του Μαχαιρά.
Η ίδρυση μοναστηριών αυτή την εποχή, αλλά και η ενίσχυση άλλων, είναι πολύ πιθανό ότι συνδυάστηκε και με τις στρατιωτικοπολιτικές ανάγκες της αυτοκρατορίας στην περιοχή. Η ύπαρξη μοναστηριών σε προσεκτικά επιλεγμένες στρατηγικής σημασίας τοποθεσίες φανερώνει ότι η οικοδόμησή τους στους συγκεκριμένους χώρους εξυπηρετούσε και στρατιωτικούς στόχους, όπως η χρησιμοποίηση των μοναστηριών ως μονίμων παρατηρητηρίων σε μια περίοδο που οι επιθέσεις από τη θάλασσα ήταν συχνές.
Εκτός από τα αναφερόμενα εδώ ονομαστικά, υπήρχαν και πολλά άλλα μοναστήρια που δεν επιβίωσαν μέχρι σήμερα. Υπήρχε όμως και ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκκλησιών, κατάσπαρτος σε ολόκληρη την Κύπρο. Οι μεγάλες και λαμπρές βασιλικές που είχαν οικοδομηθεί κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, καταστράφηκαν κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Τέτοιες βασιλικές έχουν ανασκαφεί στη Σαλαμίνα στην Καρπασία μερικές, στο Κούριον δύο, στην Πάφο δύο, στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας τρεις, στους Σόλους, στη Λάμπουσα (Λάπηθο) και αλλού. Κατά και μετά τις αραβικές επιδρομές, το πλήγμα είχε οδηγήσει και σε οικονομική δυσπραγία. Έτσι, αντί των τεραστίων λαμπρών ναών, άρχισαν πια να κτίζονται μικρές εκκλησίες διαφόρων τύπων (ξυλόστεγες στα ορεινά, καμαροσκέπαστες, μονότρουλλες, σταυροειδείς, πολύτρουλλες). Γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των εκκλησιών αυτών είναι η απλότητα και ταπεινότητα της κατασκευής τους, αν και η λαϊκή αρχιτεκτονική τους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Η εικονογράφηση των ναών ακολουθεί και πάλι τις οικονομικές δυνατότητες των διαφόρων εποχών. Η εποχή της ευμάρειας πριν από τις αραβικές επιδρομές, εκφράζεται με λαμπρή διακόσμηση των ναών που δείγματά τους έχουμε από ψηφιδωτά δάπεδα στις βασιλικές, όπως και τα εξαίρετης τέχνης ψηφιδωτά της Παναγίας ένθρονης με το Χριστό στο ναό της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο χωριό Κίτι, καθώς και οι ψηφιδωτές παραστάσεις επίσης εξαίρετης τέχνης στην εκκλησία της Παναγίας Κανακαρίας στην Καρπασία (που δυστυχώς καταστράφηκαν από τους Τούρκους μετά την εισβολή του 1974). Αργότερα ο εικονογραφικός διάκοσμος των ναών γίνεται ζωγραφικός. Τόσο οι τοιχογραφίες όσο και οι φορητές εικόνες, γενικά ακολουθούν τα ρεύματα της τέχνης στην αυτοκρατορία, μέχρι το τέλος της περιόδου. Αργότερα θα ακολουθήσει και πάλι η βυζαντινή παραδοσιακή "γραμμή", όμως σε αρκετές περιπτώσεις επηρεασμένη από την ιταλική αναγέννηση.
Πολλοί ναοί στην Κύπρο διασώζουν εξαίρετες τοιχογραφίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις εκκλησίες της Παναγίας Φορβιώτισσας (Ασίνου), της Παναγίας του Άρακος, του Σταυρού του Αγιασμάτι, του Αντιφωνητή Χριστού στον Πενταδάκτυλο, της Εγκλείστρας του Αγίου Νεοφύτου, του Αγίου Νικολάου της Στέγης, της εκκλησίας στο Πελέντρι, της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου, της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Έμπα, του Αγίου Γεωργίου στη Χούλου του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα και αρκετές άλλες. Διακοσμημένες με τοιχογραφίες είναι και πολλές μεταγενέστερες εκκλησίες, που κτίστηκαν μέχρι και το 15ο και 16ο αιώνα, όπως επίσης τα καθολικά διαφόρων μοναστηριών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η Κύπρος δεν έμεινε αμέτοχη στις διάφορες εκκλησιαστικές / θρησκευτικές έριδες, ενώ οι ποικίλες αιρέσεις είχαν έντονες τις απηχήσεις τους και στο νησί. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αξιόλογοι εκκλησιαστικοί ηγέτες από την Κύπρο είχαν αναμειχθεί πρωταγωνιστικά σε εκκλησιαστικές και θεολογικές καταστάσεις που απασχολούσαν ολόκληρη την αυτοκρατορία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις του Κυπρίου αγίου Σπυρίδωνος, του επισκόπου Κωνσταντίας αγίου Επιφανίου του Μεγάλου, του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κωνσταντίνου κ.ά. Άλλοι επιφανείς Κύπριοι ιεράρχες της βυζαντινής περιόδου, με διεθνή φήμη, ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 610 μέχρι το 619 μ.Χ., ο Γρηγόριος ο Κύπριος, πατριάρχης Κωνσταντινούπολης από το 1283 μέχρι το 1289, λόγιος και συγγραφέας, ο Νικόλαος Μουζάλων, αρχιεπίσκοπος Κύπρου και αργότερα (1147-1151) πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο φημισμένος άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ιδρυτής του ομώνυμου μοναστηριού στην Πάφο κατά τον 12ο αιώνα και αξιόλογος συγγραφέας.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως έχει και πιο πάνω επισημανθεί, ένας μεγάλος αριθμός μοναχών και ασκητών είχε έρθει στην Κύπρο από διάφορες άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, για διάφορους λόγους: άλλοι για να βρουν περισσότερη απομόνωση στην Κύπρο που ήταν νησί - άλλοι για να ξεφύγουν από τις περιπέτειες και τους κινδύνους εξ' αιτίας των αραβικών πολεμικών δραστηριοτήτων - άλλοι επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από άλλες διώξεις (όπως στα χρόνια της Εικονομαχίας). Έτσι γεννήθηκε, μεταξύ των άλλων πολλών θρύλων και ο θρύλος περί των 300 "Αλαμάνων" αγίων που αναφέρονται σε μεσαιωνικά χρονικά ότι ήρθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη και ασκήτευσαν ο καθένας σε διαφορετικό μέρος, σε ολόκληρο το νησί. Αν και αναφέρονται ως "Αλαμάνοι", ωστόσο δεν ήταν καθόλου Γερμανοί και δε φαίνεται να είχαν έρθει ομαδικά, ούτε όλοι την ίδια εποχή. Οι ξένοι πάντως, που ασκήτευσαν και πέθαναν στην Κύπρο, προστέθηκαν στους πολλούς τοπικούς αγίους του νησιού. Ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και δίκαια οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι χαρακτηρίζουν την Κύπρο ως Νήσο των Αγίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ' (πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), στο βιβλίο του Κύπρος η Αγία Νήσος (Αθήνα 1968, απαριθμεί συνολικά 239 αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είτε ήταν Κύπριοι είτε ξένοι που έζησαν και πέθαναν στο νησί, προσθέτοντας ότι ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος αλλά δε διασώθηκαν πολλών τα ονόματα (λ.χ. από τους αναφερόμενους 300 "Αλαμάνους" αγίους γνωστά είναι τα ονόματα μόνο των 54 από αυτούς).

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Ο όρος ένωσις εκφράζει τη μακρόχρονη αγωνιστική προσπάθεια των Ελλήνων Κυπρίων να εντάξουν το νησί τους στο ελληνικό κράτος, έτσι ώστε να αποτελέσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα εξελίχτηκε σε ιδανικό με το οποίο ανατράφηκαν γενεές Ελλήνων Κυπρίων και για το οποίο έγιναν σκληροί αγώνες. Η λέξη ένωσις υπήρξε για πολλά χρόνια η επισήμανση και κατάδειξη του σκοπού, αποτέλεσε το κυριότερο πολιτικό σύνθημα των Ελλήνων Κυπρίων και χρησιμοποιήθηκε τόσο πλατιά και τόσο επίμονα, ώστε πολιτογραφήθηκε πια ως διεθνής όρος: enosis.
Γενικά: Αν και η χρήση του όρου ένωσις έγινε και από άλλα υπόδουλα τμήματα του Ελληνισμού για να εκφράσει ακριβώς το ίδιο αίτημα (όπως για παράδειγμα την απαίτηση και τους αγώνες της Κρήτης για ενσωμάτωσή της στον ελληνικό εθνικό κορμό), ο όρος έγινε διεθνώς γνωστός εξαιτίας της μακρόχρονης και συνεχούς χρησιμοποίησης του από τους Έλληνες Κυπρίους, με τρόπο αδιάλλακτο και ιδιαίτερα πείσμονα και με αγώνες που πέρασαν από πολλά δραματικά στάδια. Το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων (σε αντίθεση με εκείνο της Κρήτης, της Δωδεκανήσου, της Επτανήσου) δεν έχει πραγματοποιηθεί, αν και οι ποικίλες και έντονες προσπάθειες υπέρ αυτού και οι αιώνες εκτείνονται σε μια χρονική περίοδο 150 περίπου χρόνων.
Τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασε ο ενωτικός αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων όλα τα χρόνια από τη σύσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, περιλαμβάνουν εκκλήσεις, αιτήσεις, απαιτήσεις, ειρηνικά διαβήματα, διεθνείς σταυροφορίες, προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη, μαζικές κινητοποιήσεις, χιλιάδες συλλαλητήρια, παθητική αντίσταση, διπλωματικές αποστολές, δημοψηφίσματα, πλήθος παρασκηνιακές ζυμώσεις σε διάφορα επίπεδα, παναπεργίες, μαχητικές εκδηλώσεις και μια 4ετή ένοπλη επανάσταση.
Η γένεση του ενωτικού αιτήματος: Πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (1821) δεν υπήρχε τυπικό ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα αφού δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Υπήρχαν, ωστόσο, οι πανάρχαιοι φυλετικοί δεσμοί που εκφράζονται και αποδείχνονται με πολλούς τρόπους (γλώσσα, ήθη έθιμα, παραδόσεις κλπ. ). Μέχρι πριν τη σύσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, και κυρίως κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι προσπάθειες των Κυπρίων στρέφονταν προς μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης από τις οποίες ζητιόταν η ανάληψη δράσης για απελευθέρωση του νησιού από τον οθωμανικό ζυγό, έστω και με απόδοση, ακόμη, του νησιού στις δυνάμεις αυτές. Είναι φανερά ότι ζητιόταν έστω και η υποδούλωση της Κύπρου σε κάποια χριστιανική ευρωπαϊκή δύναμη (όπως για παράδειγμα, την Ισπανία) προκειμένου να τερματιζόταν η υποδούλωση στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1821, άρχισαν και οι πρώτες κυπριακές προσπάθειες να ακολουθήσει το νησί τη μοίρα και να διαμοιραστεί την τύχη του αναγεννημένου Ελληνισμού. Από τις παραμονές της επανάστασης καταβλήθηκαν προσπάθειες να εξεγερθεί και η Κύπρος, που όμως δεν καρποφόρησαν.
Η κατά διάφορους τρόπους ανάμειξη και συμβολή της Κύπρου στην ελληνική επανάσταση και ιδίως η συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις πολλών Ελλήνων Κυπρίων, αποδεικνύει ότι οι Κύπριοι συνειδητά θεωρούσαν τους εαυτούς τους και το νησί τους τμήμα του Έθνους. Ήταν λοιπόν φυσικό να επιζητηθεί πια και η τυπική σύνδεση με το Έθνος, δηλαδή η ένωσις.
Αν και η λέξη ένωσις δε χρησιμοποιήθηκε από την αρχή ως όρος που εκφράζει αυτή τη σύνδεση, ωστόσο το αίτημα τέθηκε κατά διάφορους αλλά σαφείς φραστικούς όρους. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη ενωτική εκδήλωση Ελλήνων Κυπρίων η διακήρυξη που εκδόθηκε στη Ρώμη στις 6.12.1821 από ιεράρχες και προκρίτους που είχαν διαφύγει από το νησί και σωθεί από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιούλη του ίδιου χρόνου. Τη διακήρυξη υπέγραψαν οι κατά θεία βοήθειαν εν Ευρώπη διασωθέντες Κύπριοι, οι του ιερού κλήρου
ο Τριμυθούντος Σπυρίδων, ο του αοιδίμου αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού Ιωαννίκιος έξαρχος, ο του αοιδίμου ιερομάρτυρος Κύπρου αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θησεύς), οι του λαού και ευγενίας Χατζή Λουής επιστάτης και επίτροπος Αλινιωτίσσης Χατζή Πέτρος, του ποτέ Οικονόμου Κυθέρειας Γιαννάκης Μονόχειρ πρώην κοτζάμπασης, Χριστόδουλος Κτωρίδης, Λαρνακιώτης Κωνσταντίνος, Γεωργιάδης, Λευκωσιάτης, Δαυίδ Ανδρεάδης εκ Λεμεσού , ο ταξίαρχος Μιχάλης Μακρυδιάκης.
Μεταξύ άλλων, η διακήρυξη αυτή αναφέρει: "... συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνες θέλομεν προσπαθήσει δια την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου..."
Παράλληλα άρχισαν και οι προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου, που καταβλήθηκαν κατά την επόμενη 7ετία τόσο στην Ευρώπη (και ιδίως στο Λονδίνο) όσο και στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα από Κυπρίους που έμεναν ή κατέφυγαν εκεί (για τις προσπάθειες αυτές βλέπε λεπτομέρειες στο σχετικό κεφάλαιο που έχει προηγηθεί).
Ανάμεσα στις πλείστες εκκλήσεις Κυπρίων προς τους αρχηγούς των Ελλήνων για βοήθεια προς απελευθέρωση της Κύπρου, αρκετές είναι πραγματικά δραματικά ντοκουμέντα, όπως το κείμενο επιστολής του Κυπρίου αγωνιστή Κυπριανού Θησέα που έστειλε στις 5.10.1821 προς τους δημογέροντες της Ύδρας, ζητώντας τους οικονομική ενίσχυση με σκοπό την αγορά οπλισμού για τον κυπριακό αγώνα: "... Η πατρίς μου, αδελφοί, είναι η Κύπρος, και αύτη νήσος της Ελλάδος. Ανεκδιήγητα είναι τα δεινά και αι τυραννίαι, όσας υποφέρει από τους εχθρούς βαρβάρους η δυστυχής αύτη νήσος... σεις δε, αδελφοί, ευσπλαχνιζόμενοι, αξιώσατέ με νυν την ποσότηταν ταύτην, την οποίαν θέλω μεταχειρισθήν εις αγοράν πυροβόλων, οργάνων και άλλων χρησίμων εις παρομοίαν εκστρατείαν..."
Μια από τις πρώτες νύξεις για ένωση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος που άρχιζε να δημιουργείται, συναντούμε σε έγγραφο υπόμνημα της 5.1.1824, που υποβλήθηκε στη Βουλή και τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από κατοίκους της Βοστώνης, που αναφέρουν ότι αισθάνονται βαθύ ενδιαφέρον δια την πολιτικήν κατάστασιν του λαού της Ελλάδος. Ορμώμενοι από μια δήλωση του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέιμς Μονρόε, ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται ότι η Ελλάς θα καταστεί και πάλιν ανεξάρτητον έθνος, Αμερικανοί πολίτες της Βοστώνης απευθύνθηκαν προς τη Βουλή και τη Γερουσία της χώρας τους και, μεταξύ άλλων, έγραφαν:....Είναι εντελώς προφανές, ότι η δημιουργία ενός νέου ελευθέρου κράτους στην Μεσόγειο, αποτελούμενου όχι μόνον από τις ακτές της Νοτίου Ελλάδος αλλά και από τα νησιά, ιδιαίτερα δε την Κρήτη και την Κύπρο, θα αποτελούσε μια ισχυρή αναχαίτιση κατά των βαρβαρικών χωρών των εξαρτωμένων από την Υψηλή Πύλη... θα διευκόλυνε και αυτή τούτη την εμπορική επιχειρηματικότητα σ' εκείνες τις θάλασσες...
Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1825, και ενώ στην ίδια την Ελλάδα ο απελευθερωτικός πόλεμος δεν είχε τερματιστεί, παρατηρείται το φαινόμενο αποστολής Κυπρίων αντιπροσώπων στις ελληνικές εθνοσυνελεύσεις. Η ενέργεια αυτή είναι σημαντική, και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι θεωρήθηκε τότε πολύ φυσική η μετάβαση και συμμετοχή Κυπρίων αντιπροσώπων σε εθνοσυνελεύσεις, όπως φυσική θεωρήθηκε και η από τη μεριά των Ελλήνων αποδοχή τους. Τούτο σημαίνει ότι οι Κύπριοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τμήμα του Έθνους και σαν τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τους λοιπούς εκπροσώπους του Έθνους.
Μόλις το νέο ελληνικό κράτος άρχισε να σταθεροποιείται και να αποκτά αυτοπεποίθηση (ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/20.10.1827) κατά την οποία γνώρισε τη συντριβή ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος και εξαιτίας της οποίας οι Τούρκοι της Κύπρου προκάλεσαν εκδικητικές σφαγές Ελλήνων στο νησί), τα αιτήματα των Κυπρίων για ελληνική βοήθεια έγιναν περισσότερο επίσημα και απευθύνονταν προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν ο παραλήπτης διαφόρων δραματικότατων εκκλήσεων των Ελλήνων της Κύπρου που, μεταξύ άλλων, του έγραφαν με πολλή αγωνία ότι: ήδη ενώ ηλπίζομεν να αράξωμεν εις τον Ελληνικόν κόλπον, κινδυνεύομεν εις ναυάγιον τρομερόν...
Το παραπάνω απόσπασμα, που σαφώς αναφέρεται στον πόθο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, περιέχεται σε επιστολή που στάλθηκε στον Καποδίστρια με ημερομηνία 19.8.1828, την οποία υπογράφουν: ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος, οι μητροπολίτες Πάφου Χαρίτων, Κιτίου Λεόντιος και Κυρηνείας Χαραλάμπης, ο έξαρχος Κιτίου Χρύσανθος, ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος και οι λαϊκοί Α. Σολομονίδης, Χρ. Απέγιτος, Γ. Λαπιέρ, Δ. Θεμιστοκλής, Λ. Κραμβής, Ν. Κεφαλάς και Π. Βαλσαμάκης. Η επιστολή μεταφέρθηκε στον Καποδίστρια από τρεις Κυπρίους απεσταλμένους, το γνωστό αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης Χαράλαμπο Μάλη, το γιατρό Παύλο Βαλσαμάκη και το Δημήτριο Φραγκούδη, οι οποίοι ήταν και εξουσιοδοτημένοι να εκτραγωδήσουν τας ακοάς της εξοχότητός Σου εκ μέρους μας στοματικώς τα δεινά του πάσχοντος κοινού μας... Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για την προσπάθεια του 1825, οπότε τον Οκτώβρη οι Κύπριοι ιεράρχες είχαν κληθεί από την ελληνική διοίκηση να βοηθήσουν στην προετοιμαζόμενη εκστρατεία στο Λίβανο, που θα έπρεπε να ανέμεναν ότι θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις και για την Κύπρο, και που ωστόσο απέτυχε παταγωδώς όταν αναλήφθηκε ανεπίσημα από μερικούς οπλαρχηγούς. Αναφέρεται στην επιστολή η απογοήτευση των Κυπρίων που εις το έτος 1825 κατά Οκτώβριον είδομεν εκείθεν ακτίνα φωτός... και επράξαμεν τα πρέποντα...
Άλλη χαρακτηριστική επιστολή που στάλθηκε στον Καποδίστρια, με ημερομηνία 19.8.1828, ήταν εκείνη του εξωμότη Κυπρίου προκρίτου Ανδρέα Σολομονίδη (Χουρσίτ αγά) που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η ίδια η Κύπρος υψώσασα χείρας και με δάκρυα εξαιτούσα το έλεος του Θεού δοκιμάζει εκ νέου την τύχη της κρούει και ζητή δια να εύρη ανοικτάς αγκάλας... Ο Σολομονίδης είναι ο ίδιος που υπογράφει πρώτος από τους λαϊκούς και την επιστολή προς τον Καποδίστρια, των ιεραρχών και των προκρίτων.
Ο ίδιος ο Καποδίστριας, που με πάρα πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να προβάλει κάποιες απαιτήσεις για συμπερίληψη της Κρήτης μέσα στα όρια της Ελλάδας (που όμως δεν το κατόρθωσε), ήταν εντελώς αδύναμος να προβάλλει ανάλογες αξιώσεις ελληνικές και για την Κύπρο. Ωστόσο ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας θεωρούσε και την Κύπρο ελληνική.
Τον Οκτώβρη του 1827, στο Παρίσι, απαντώντας σε ερωτήσεις του Άγγλου Wilmot-Horton, του αγγλικού υπουργείου των Εξωτερικών, στη συγκεκριμένη ερώτηση: Ποία όρια εκτάσεως χωρογραφικής αξιοί η Ελλάς; απάντησε: Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνίτων, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσαν αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος...
Στη συνδιάσκεψη του Πόρου εξάλλου (Αύγουστος του 1828), οπότε οι εκπρόσωποι των τριών "προστάτιδων δυνάμεων" (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) απηύθυναν προς τον Καποδίστρια τα 28 ερωτήματά τους, ο τελευταίος, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα που αναφερόταν στον πληθυσμό των ηπειρωτικών τμημάτων και των νησιών της Ελλάδας, είπε και τούτα:...Όσον δε περί των νήσων, και η ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητος, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι η Ρόδος, η Κύπρος και τόσαι άλλαι ακόμη (νήσοι) είναι της Ελλάδος διαμελίσματα. Αλλ' η ενεστώσα προσωρινή Κυβέρνησις, ακολουθούσα τας αποφάσεις των τριών Εθνικών Συνελεύσεων, χρεωστεί να θεωρήση ως συγκροτούσας την Ελλάδα όλας τας επαρχίας αίτινες ήσαν και είναι εισέτι υπό την Τουρκικήν εξουσίαν, εκίνησαν δε τα όπλα κατά το 1821, ή μετά ταύτα, και έχουσι το πλείστον μέρος των κατοίκων επαγγελλόμενον την Χριστιανκήν θρησκείαν και λαλούν την Ελληνικήν Γλώσσαν...
Στη συνέχεια (ερώτημα 6ον) ο Καποδίστριας πρόβαλλε ελληνικές αξιώσεις πάνω στην Κρήτη, όχι όμως και πάνω στην Κύπρο, η οποία δεν μπόρεσε να κινήσει τα όπλα.
Από έγγραφο της 8.11.1829, που αποτελεί αναφορά του Βρετανού αντιπρέσβη Edward Dawkins από το Άργος προς τον προϊστάμενό του στο Λονδίνο λόρδο Aberdeen, προκύπτει ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1829 γίνονταν κυπριακά διαβήματα προς τον Καποδίστρια. Το έγγραφο αυτό αναφέρει ότι διμελής κυπριακή αποστολή βρισκόταν στην Ελλάδα προσπαθώντας να συναντήσει τον Καποδίστρια.
Τα μετά τον Καποδίστρια, μέχρι και την Αγγλοκρατία (1831-1878): Ο Ιωάννης Καποδίστριας που αναφέρεται ότι είχε και κυπριακή καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Αδαμαντίνης (το γένος Γονέμη που αποτελούσε γνωστή μεσαιωνική οικογένεια της Κύπρου), δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο στις 9.10.1831. Η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το θάνατό του και με την τοποθέτηση επικεφαλής του ελληνικού κράτους ενός ξένου βασιλιά, του Όθωνα, δεν ήταν πια πρόσφορη για περισσότερα κυπριακά διαβήματα. Ούτε και φαίνεται να είχε η Ελλάδα οποιαδήποτε, άμεση τουλάχιστον, ανάμειξη στα τρία επαναστατικά κινήματα που έγιναν στην Κύπρο κατά το 1833 αν και τα δύο τουλάχιστον από αυτά (εκείνο του Νικολάου Θησέα και εκείνο του Καρπασίτη καλόγερου Ιωαννίκιου Λαζίμανου) ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό εμπνευσμένα από την ίδια την ελληνική επανάσταση.
Τα επαναστατικά κινήματα του 1833 δεν φαίνεται να ήταν καθαρά εθνικιστικά, αν και οι πρωτεργάτες των δύο από αυτά, ο Θησέας και ο Ιωαννίκιος (αποδεδειγμένα ο πρώτος), είχαν αγωνιστεί και στην Ελλάδα, πολεμώντας κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Τα κινήματά τους υποκινήθηκαν ως ένα βαθμό (όπως εξάλλου καταγγέλλει και ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος που τάχθηκε ενάντια σε αυτά) από τους Ευρωπαίους. Το τρίτο κίνημα, εκείνο του Λινοβάμβακου Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου, είχε υποστηριχθεί από τον τύραννο της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι ο οποίος είχε παράλληλα προβάλλει αξιώσεις πάνω στην Κύπρο και την Κρήτη.
Τα τρία κινήματα, στα οποία μετείχαν και Τούρκοι και Λινοβάμβακοι,(Κρυπτοχριστιανοί) είχαν και χαρακτήρα κοινωνικό, όπως και πολλά άλλα που προηγήθηκαν. Μετά την αποτυχία και των τριών κινημάτων, και τις νέες σφαγές που τα ακολούθησαν, στα επόμενα χρόνια δε σημειώθηκε έντονη δραστηριότητα των Ελλήνων του νησιού για την ένωσή του με την Ελλάδα. Το θέμα της ένωσης επανήρθε και εντάθηκε μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους. Την νέα - και χριστιανική - κρατούσα δύναμη, την Αγγλία, οι Έλληνες Κύπριοι την είδαν ως ένα ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία τους να αράξουν εις τον Ελληνικόν κόλπον όπως ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι λοιποί στον Καποδίστρια.
Αγγλοκρατία. Επαναφορά του ενωτικού αιτήματος: Η αλλαγή της διοίκησης με την εκχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878, έγινε δεκτή από τους Έλληνες Κυπρίους με αισθήματα ικανοποίησης, επειδή θα τερματιζόταν έτσι το σκληρό και σαθρό καθεστώς που τους είχε τυραννήσει για τρεις αιώνες. Το γεγονός ότι από δω και πέρα θα κυβερνούνταν από μια χριστιανική μεγάλη δύναμη αντί από τη μουσουλμανική δύναμη, τους έκανε να προσβλέπουν πια σε μερικά ιδανικά, όπως η δικαιοσύνη, παράλληλα προς την ελπίδα για κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Ωστόσο από την πρώτη στιγμή της αγγλικής παρουσίας στην Κύπρο υπογραμμίστηκε και η προσήλωση των Ελλήνων του νησιού προς την Ελλάδα. Ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, καλωσορίζοντας τον πρώτο Άγγλο ύπατο αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϊ, στη Λάρνακα, όπου αποβιβάστηκε, στις 22.7.1878, είπε και τούτα:"....Αποδεχόμεθα την αλλαγήν της κυβερνήσεως, καθ' όσον πιστεύομεν ότι η Βρετανία θα βοηθήση την Κύπρον όπως έπραξε και με τας νήσους του lονίου πελάγους, ίνα ενωθή μετά της μητρός Ελλάδος μετά της οποίας φυσικώς συνδέεται..."
Η προσδοκία ότι η Αγγλία θα απέδιδε την Κύπρο στην Ελλάδα, που γεννήθηκε στους Κυπρίους από την πρώτη στιγμή, έχοντας κατά νου και το παράδειγμα των νησιών του Ιονίου πελάγους, εκφράστηκε και στην προσφώνηση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου, όταν υποδέχτηκε το σερ Γκάρνετ στη Λευκωσία:
"....Η Κύπρος, εξοχώτατε, κατοικείται υπό λαού φιλησύχου και ειρηνικού, που δεν δύναται να αρνηθή τους πόθους και την καταγωγήν του. Στέργομεν την μεταπολίτευσιν, ελπίζοντες ότι η Αγγλία θα επαναλάβη και εν τη ημετέρα νήσω των Ιονίων Νήσων εις την μητέρα Ελλάδα..."
Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, ο αρχιεπίσκοπος δεν έθεσε ευθέως θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά βεβαίωσε το Βρετανό επίσημο ότι ο "φιλήσυχος και ευάγωγος" λαός του νησιού, χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού, θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν πατρικήν αυτού κυβέρνησιν...
Ωστόσο, οι πόθοι και οι ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων πολύ σύντομα διαψεύστηκαν, οπότε άρχισαν να αποστέλλονται στο Λονδίνο ενωτικά αιτήματα και υπομνήματα, καθώς και αντιπροσωπείες. Μεταξύ αυτών:
* Υπόμνημα στάλθηκε στο Λονδίνο το 1882, με το οποίο υπογραμμιζόταν ότι ο μόνος των Κυπριών πόθος είναι η μετά της μητρός Ελλάδος Ένωσις.
* Το 1887, ενώ στην αυτοκρατορία γιορταζόταν το χρυσό ιωβηλαίο της βασίλισσας Βικτωρίας, στην Κύπρο οι Έλληνες όχι μόνο απείχαν επιδεικτικά, αλλά οργάνωσαν και εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης.
* Το 1889, αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο πήγε στο Λονδίνο όπου και επέδωσε ενωτικό υπόμνημα.
* Το 1895 οργανώθηκαν μαζικά συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της Κύπρου και νέο υπόμνημα στάλθηκε στο Λονδίνο:.... Ο ελληνικός λαός της νήσου πάντοτε μίαν μόνον λύσιν επόθησε, ποθεί και θα ποθή, την οποίαν και σήμερον εξαιτείται πανδήμως, την όσον το δυνατόν προσεχή και ταχεία ένωσίν του μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος...
* Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, πολλοί Κύπριοι εθελοντές πήγαν στην Ελλάδα και εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό. Παράλληλα, στην Κύπρο κατά το 1912 τα ενωτικά υπομνήματα που στάλθηκαν στο Λονδίνο ήταν περισσότερο απόλυτα:... Ουδεμία εγκόσμιος δύναμις δύναται να καταστρέψη ή να αλλοιώση την θέλησιν [του λαού] όπως η Νήσος του προσαρτηθεί εις το ομόφυλλον βασίλειον της Ελλάδος... Παράλληλα, νέα κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο για "να μεταδώση τους πόθους του Κυπριακού λαού".
* Την εποχή αυτή, κατά τις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, σημειώθηκε και η πρώτη σοβαρή ανάμειξη της Ελλάδας στο ζήτημα της ένωσης. Μέχρι τότε, αλλά και αργότερα, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις που εξαρτώνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Αγγλία και άλλες δυτικές χώρες, απέφευγαν συστηματικά την οποιαδήποτε, ακόμη και έμμεση, θετική ανταπόκριση στις ενωτικές εκκλήσεις των Ελλήνων Κυπρίων. Την εποχή όμως αυτή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαπραγματεύθηκε σε φιλικό και συμμαχικό τόνο με την αγγλική κυβέρνηση την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την παραχώρηση από την τελευταία στρατιωτικών διευκολύνσεων στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας.
Στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, η Τουρκία συμμάχησε με τη Γερμανία κατά της Αγγλίας. Η τελευταία κήρυξε τότε άκυρη την αγγλοτουρκική σχετικά με την Κύπρο συμφωνία του 1878(που προνοούσε ότι η Κύπρος θα κατεχόταν από την Αγγλία αλλά θα παρέμενε τουρκική) και προσάρτησε την Κύπρο. Μια αγγλική προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει η δεύτερη την ουδετερότητά της και να πολεμήσει στο πλευρό της Αγγλίας, απορρίφτηκε από την κυβέρνηση του Α. Ζαΐμη (17.10.1915). Όταν λίγο αργότερα η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο, η αγγλική προσφορά αποσύρθηκε.
Το 1917, η παρουσία του Βενιζέλου στο Λονδίνο αναπτέρωσε τις ελπίδες των Κυπρίων για προώθηση του ζητήματός τους. Τηλεγραφήματα και υπομνήματα στάλθηκαν στον Έλληνα πρωθυπουργό στην αγγλική πρωτεύουσα, ενώ μια νέα αντιπροσωπεία (πρεσβεία, όπως λεγόταν) με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ', αναχώρησε για αποστολή στο Λονδίνο και στο Παρίσι όπου επρόκειτο να διεξαχθούν οι εργασίες της Διάσκεψης της Ειρήνης. Η αποστολή κράτησε 2 περίπου χρόνια, οπότε τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στα μέλη της στο Παρίσι την οριστική απόφαση της Αγγλίας να κρατήσει την Κύπρο. Τούτο επιβεβαιώθηκε και με ανακοίνωση του αγγλικού υπουργείου Αποικιών (26.10.1920).
Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο, η Αγγλία προχώρησε στην ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1.5.1925). Η ενέργεια αυτή έγινε δεκτή στην Κύπρο με ποικίλες αντιδράσεις: εκφράστηκε ικανοποίηση για την τελειωτική απαλλαγή από την τουρκική κυριαρχία, αλλά προκλήθηκαν και έντονες διαμαρτυρίες για την παρεμπόδιση της ένωσης, που προκάλεσαν μια θυμωμένη δήλωση του υπουργού Αποικιών Έιμερι ο οποίος υπέδειξε στους Κυπρίους: Οφείλετε να εννοήσετε σαφώς, όπως σας υπεδείχθη πολλές φορές, ότι το ζήτημα της ενώσεως είναι οριστικά κλειστό και δεν είναι δυνατό να ανακινηθεί ξανά...
Για τα επόμενα 30 περίπου χρόνια, η σταθερή απάντηση της Αγγλίας ήταν αυτή: Ζήτημα ένωσης δεν υπάρχει.
Στο μεταξύ, η αγγλική διοίκηση άρχισε να εφαρμόζει στην Κύπρο όλο και πιο αυστηρά μέτρα όσο το ενωτικό αίτημα γινόταν όλο και πιο επίμονο. Μεταξύ των μέτρων, ήταν οι απελάσεις και οι εξορίες μαχητικών ενωτικών παραγόντων. Το μέτρο αυτό εγκαινιάστηκε το 1921 με την απέλαση του Νικολάου Καταλάνου και την εξορία του Φίλιου Ζαννέτου, βουλευτή και δημάρχου της Λάρνακας.
Νέες θυελλώδεις διαμαρτυρίες των Ελλήνων Κυπρίων προκλήθηκαν το 1928 και νέα υπομνήματα στάλθηκαν στο Λονδίνο, όταν η αποικιακή κυβέρνηση του νησιού οργάνωσε λαμπρές τελετές για τα 50 χρόνια της αγγλικής κατοχής της Κύπρου.
Λίγο αργότερα άρχισαν να δημιουργούνται εθνικιστικές οργανώσεις, μέσω των οποίων η συμμετοχή του λαού έγινε μαζικότερη. Μέχρι τώρα, τον ενωτικό αγώνα κατηύθηνε η Εκκλησία, με την οποία συνεργάζονταν διάφοροι παράγοντες της αστικής τάξης (δήμαρχοι, πολιτευτές, εκπαιδευτικοί κλπ. ). Τώρα, η συμμετοχή περισσοτέρου λαού σε οργανωμένα σύνολα προσέδωσε στον αγώνα μια μεγαλύτερη και λαϊκότερη διάσταση. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η Εθνική Οργάνωσις Κύπρου (Ε.Ο.Κ), η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου (Ε.Ρ.Ε.Κ) κ.ά.
Η μαζική συμμετοχή του λαού αποδείχτηκε με το ανοργάνωτο και σπασμωδικό κίνημα του Οκτώβρη του 1931 (τα λεγόμενα Οκτωβριανά). Το κίνημα, που ξέσπασε από αφορμή την επιβολή ενός νέου δασμολογικού νόμου, μετατράπηκε σε εθνικιστική εξέγερση που επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Κύπρου και έφτασε μέχρι την πυρπόληση και αυτού του κυβερνείου. Τελικά το κίνημα καταπνίγηκε, οι Έλληνες Κύπριοι κήδεψαν τους νεκρούς τους και αναγκάστηκαν να πληρώσουν τις ζημιές. Παράλληλα αρκετοί από τους ηγέτες του κινήματος εξορίστηκαν, ενώ στην ίδια την Κύπρο επιβλήθηκε ένα σκληρό διδακτορικό καθεστώς που κράτησε μέχρι και το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
Αναδιοργάνωση, διαφωνίες και δυναμισμός: Οι χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι που κατατάχτηκαν στον αγγλικό στρατό και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα κατά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν δώσει πίστη στο σύνθημα που είχαν προβάλει οι Βρετανοί: Κύπριοι, κατατασσόμενοι στον αγγλικό στρατό, αγωνίζεστε για την Ελλάδα και την Ελευθερία.
Το σύνθημα αυτό δεν έδινε καμιά σαφή αγγλική υπόσχεση, υπονοούσε όμως ότι μετά το τέλος του πολέμου η Κύπρος θα είχε το δικό της μερίδιο στη νίκη, που θα ήταν η απόδοση της ελευθερίας της, την οποία ελευθερία οι Έλληνες Κύπριοι ταύτιζαν με την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, και μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, ο Έλληνας βασιλιάς που εγκατέλειψε τη χώρα του, υπέβαλε αίτηση στο Λονδίνο να χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως προσωρινή έδρα της εξόριστης κυβέρνησής του και του ίδιου, όμως η αίτηση απορρίφτηκε με τη δικαιολογία ότι οι Γερμανοί ήταν πιθανό να εισβάλλουν στο νησί. Η ελληνική κυβέρνηση φιλοξενήθηκε στο Κάιρο.
Το τέλος του πολέμου και η νίκη των συμμάχων δε σήμανε και την ελευθερία της Κύπρου. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση (με αρχηγό της το Γεώργιο Παπανδρέου) δεν τόλμησε να περιλάβει την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις γιατί τούτο θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα ερχόταν σε σύγκρουση με την Αγγλία η οποία κατείχε το νησί και από την οποία η Ελλάδα εξακολουθούσε να εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Στην ίδια την Κύπρο, μοναδική "επιβράβευση" που πρόσφεραν οι Άγγλοι ήταν ένα πιο φιλελεύθερο σύνταγμα αυτοκυβέρνησης, που όσες φορές προτάθηκε, απορρίφτηκε ασυζητητί από τη Δεξιά και την Εκκλησία, με πεισματική επανάληψη σε πολλούς τόνους του συνθήματος ένωσις και μόνον ένωσις.
Η Εκκλησία, που είχε παραμείνει ακέφαλη από το 1931 οπότε δύο ανώτατα στελέχη της είχαν σταλεί στην εξορία (Κυρηνείας Μακάριος και Κιτίου Νικόδημος) και ιδίως από το 1933 που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ', μπόρεσε μετά το τέλος του πολέμου να αναδιοργανωθεί και να στελεχωθεί. Οι νέοι εκκλησιαστικοί ηγέτες ήταν όλοι φανατικά ενωτικοί (αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', Κυρηνείας Κυπριανός, Κιτίου Μακάριος (ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ'), Πάφου Κλέοπας).
Την πρώτη της μεγάλη αντεπίθεση η αναδιοργανωμένη Εκκλησία πραγματοποίησε στη Λευκωσία στις 3.10.1948, με μαζικό και ιδιαίτερα δυναμικό παγκύπριο ενωτικό συλλαλητήριο. Στο συλλαλητήριο μίλησαν ο αρχιεπίσκοπος και οι τρεις μητροπολίτες, όλοι με φλογερούς υπέρ της ένωσης λόγους. Ιδιαίτερα ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' (ο πρώην μητροπολίτης Κυρηνείας και, παλαιότερα, εθελοντής αγωνιστής στον ελληνικό στρατό), γέρος πια, άφηνε στον κυπριακό λαό τη μοναδική του υποθήκη, με την ομιλία του στο συλλαλητήριο:... Προσεύχομαι πριν κλείσω τους οφθαλμούς μου όπως δώσει εις εμέ ο Θεός την υπέρτατον ευτυχίαν να ίδω την πατρίδα μου ελευθέραν... να ευλογήσω την ένωσιν. Αλλ' εάν αι ανεξερεύνητοι βουλαί του Κυρίου με καλέσουν εις την ατελεύτητον ζωήν ενωρίτερον, μίαν προς πάντας υμάς και σύμπαντα τον κυπριακόν λαόν καταλείπω υποθήκην, την οποίαν και εξορκίζω πάντας να τηρήσετε: παραμείνατε πιστοί εις τον Θεόν και εις την Ελλάδα και συνεχίσατε αγωνιζόμενοι δια την ψυχή και δυνάμει δια την ελευθερίαν, με μοναδικόν και αναλλοίωτον σύνθημα την ένωσιν και μόνον την Ένωσιν...
Κατά την εποχή αυτή (1947-48) παρατηρήθηκαν και οι πρώτες σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των Ελλήνων Κυπρίων, ως προς τη νέα γραμμή και τακτική του αγώνα που έπρεπε να ακολουθηθεί για την αίσια κατάληξη του Κυπριακού ζητήματος. Οι διαφωνίες ήταν σοβαρές και εκφράστηκαν κυρίως με την αντιπαράταξη της Δεξιάς και της εθναρχούσας Εκκλησίας (ένωσις και μόνον ένωσις) με την Αριστερά η οποία αποδέχτηκε να συζητήσει με τους Άγγλους θέματα αυτοκυβέρνησης και αποδοχής ενός νέου συντάγματος, ως μεταβατικό στάδιο για την πλήρη απελευθέρωση του νησιού. Οι διαφωνίες εξελίχτηκαν σε σοβαρή ρήξη όταν οι Βρετανοί συγκάλεσαν τη λεγόμενη διασκεπτική συνέλευση, την οποία η Δεξιά αποκήρυξε από την αρχή και στην οποία η Αριστερά μετείχε. Στη διασκεπτική μετείχαν και αντιπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων. Οι Τούρκοι της Κύπρου ήταν ένας σοβαρός παράγοντας που, όπως έγινε αργότερα παραδεκτό, είχε ολότελα αγνοηθεί από την Κυπριακή Εκκλησία και τη Δεξιά. Ο σοβαρός αυτός παράγοντας, που άρχισε ήδη από την εποχή αυτή να εκδηλώνει περισσότερο έντονα την αντίθεσή του στο ελληνοκυπριακό αίτημα της ένωσης, αντιπροβάλλοντας ταυτόχρονα ένα δικό του σύνθημα, το ταξίμ (=διχοτόμηση), θα ήταν στο τέλος ο περισσότερο κερδισμένος.
Κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, η κυπριακή Αριστερά (Α.Κ.Ε.Λ.) είχε επαφές με τους Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες στα ελληνικά βουνά, που είχαν ως συνέπεια την αλλαγή της γραμμής του Α.Κ.Ε.Λ., που μετά την παταγώδη αποτυχία της διασκεπτικής τάχθηκε και αυτό υπέρ της άμεσης ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.
Μεταξύ των ποικίλων εκδηλώσεων υπέρ της ένωσης που, καθημερινά σχεδόν, συνέβαιναν στην Κύπρο, σημαντικότερη ήταν το ενωτικό δημοψήφισμα της 15.1.1950, που έγινε με πρωτοβουλία της Εκκλησίας και της Εθναρχίας και που υποστηρίχτηκε και από την Αριστερά. Το δημοψήφισμα αυτό, συνέχεια και σημαντικός σταθμός στην όλη πορεία του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε υπό την ευθύνη της εθναρχούσας Εκκλησίας στις 15 Γενάρη του 1950. Εμπνευστής της ιδέας για τη διενέργειά του ήταν ο τότε μητροπολίτης Κιτίου και λίγο αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ'. Την εισήγησή του, που ομόφωνα είχε υιοθετηθεί, ανακοίνωσε η εθναρχία την 1.12.1949, και με εθναρχική εγκύκλιο στις 8.12.1949, την οποία υπέγραφαν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', οι μητροπολίτες Πάφου Κλεόπας, Κιτίου Μακάριος και Κυρηνείας Κυπριανός, και ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνας Γεννάδιος.
Παράλληλα το Α.Κ.Ε.Λ., που από το Γενάρη του 1949 είχε αλλάξει τη γραμμή για αυτοκυβέρνηση και ακολουθούσε τη γραμμή της αυτοδιάθεσης - ένωσης, οργάνωσε το Δεκέμβρη του 1949 συγκεντρώσεις σε ολόκληρη την Κύπρο προς διαδήλωση και υπογραφή ψηφισμάτων υπέρ της ένωσης. Μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος από την εθναρχία, το Α.Κ.Ε.Λ. ανακάλεσε τις δικές του εκδηλώσεις και υποστήριξε το δημοψήφισμα.
Στις 12.12.1949 ο αρχιεπίσκοπος έστειλε επιστολή στον Άγγλο κυβερνήτη σερ Άντριου Ράιτ, ζητώντας να αναλάβει την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος η αποικιακή κυβέρνηση. Ο κυβερνήτης, με επιστολή του ημερομηνίας 17.12.1949, απέρριψε την πρόταση. Η εθναρχία ανέλαβε έτσι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που είχε οριστεί για την εβδομάδα από 15 μέχρι 22 Γενάρη του 1950. Προς υποστήριξή του έγιναν σημαιοστολισμοί, οργανώθηκαν συγκεντρώσεις λαού και αναπτύχθηκε η σημασία του από πολλούς ομιλητές. Οργανώσεις, βουλευτές και σύνδεσμοι, καθώς και προσωπικότητες από την Ελλάδα, τηλεγραφούσαν τη συμπαράστασή τους. Γενικά επικράτησε σε ολόκληρη την Κύπρο ενθουσιώδης ατμόσφαιρα πριν, κατά και μετά το δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα έγινε με φανερή γραπτή ψηφοφορία του λαού σε όλες τις εκκλησίες των πόλεων και των χωριών της Κύπρου, σε αυτό δε πήραν μέρος άντρες και γυναίκες που είχαν δικαίωμα ψήφου. Την Κυριακή 15.1.1950, ημέρα έναρξης του δημοψηφίσματος ανεπέμφθη σε όλες τις εκκλησίες μετά τη λειτουργία ειδική δέηση, και στη συνέχεια άρχισε η ψηφοφορία. Δύο διαφορετικά έγγραφα υπήρχαν στη μέση των εκκλησιών. Το πρώτο ανέφερε: Αξιούμεν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα. Το δεύτερο έγραφε: Ενιστάμεθα εις την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα. Το κοινό μπορούσε να υπογράψει το ένα από τα δύο έγγραφα. Στη Λευκωσία, πρώτος υπέγραψε υπέρ της ένωσης ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', στη Λάρνακα ο μητροπολίτης Μακάριος, στην Κερύνεια ο μητροπολίτης Κυπριανός και στην Πάφο ο μητροπολίτης Κλεόπας. Ο λαός, άντρες και γυναίκες, ακόμη και υπερήλικοι, προσερχόταν και υπέγραφε υπέρ της ένωσης. Υπολογίζεται ότι το 90% περίπου του λαού προσήλθε και υπέγραψε την πρώτη μέρα του δημοψηφίσματος, που διακόπηκε στις 13.00 και επαναλήφθηκε μετά διακοπή μιας ώρας. Έλληνες Κύπριοι που βρίσκονταν στο εξωτερικό, έστειλαν τηλεγραφήματα ζητώντας να προστεθεί το όνομά τους στο υπέρ της ένωσης έγγραφο. Η αποικιακή κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες να αποτρέψει το λαό από το να ψηφίσει και ρητά απαγόρευσε στους δημοσίους υπαλλήλους να πάρουν μέρος στη ψηφοφορία, χωρίς όμως ικανά αποτελέσματα. Το ενωτικό δημοψήφισμα πέτυχε τους στόχους του που ήταν η απόδειξη της θέλησης των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα και η προβολή διεθνώς του ενωτικού τους αιτήματος.
Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε η εθναρχία με εγκύκλιό της στις 27.1.1950. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση από τους 224.747 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωμα ψήφου το άσκησαν οι 215.108. Από αυτούς υπέρ της ένωσης τάχθηκαν οι 215.103, δηλαδή ποσοστό περίπου 96%. Επίσης Αρμένιοι καθώς και μερικοί Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με όλες τις υπογραφές σε τρία αντίγραφα, δέθηκαν σε τρεις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, που αποφασίστηκε να δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, στην αγγλική και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Για το σκοπό αυτό σχηματίστηκε πρεσβεία από τους μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, Νικόλαο Λανίτη, Σάββα Λοϊζίδη και Ζήνωνα Ρωσσίδη. Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αρνήθηκε να παραλάβει τους τόμους, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει την Αγγλία από την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν, και αυτοί παραλήφθηκαν από τον πρόεδρο της βουλής Δημήτριο Γόντικα. Η αγγλική αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή με την πρεσβεία, ενώ στη Νέα Υόρκη οι τόμοι παραδόθηκαν στη γραμματεία του Ο.Η.Ε..
Αν και το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του δεν έγιναν δεκτά από τους Άγγλους, ωστόσο η όλη εκδήλωση ήταν σημαντική γιατί, μεταξύ άλλων, στάθηκε η απαρχή της διεθνούς προβολής του Κυπριακού προβλήματος. Μετά το δημοψήφισμα, μια νέα πρεσβεία της Δεξιάς στάλθηκε στο εξωτερικό για να γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα στα αναμεμειγμένα ή ενδιαφερόμενα μέρη, παράλληλα δε, στάλθηκε και άλλη πρεσβεία της Αριστεράς, γιατί κανένας εκπρόσωπός της δεν περιλήφθηκε στην πρώτη.
Σημαντικός σταθμός στην παραπέρα πορεία του ενωτικού αγώνα στάθηκε η εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου ως αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'(Οκτώβρης του 1950), μετά το θάνατο του Μακαρίου Β' (28.6.1950). Παράλληλα, μια νέα κατάσταση πραγμάτων άρχισε να δημιουργείται στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου: η "αλλαγή φρουράς" με την παράδοση - σταδιακά - της σκυτάλης του "κηδεμόνα" και "προστάτη" από τους Άγγλους στους Αμερικανούς. Η όλο και ενεργότερη ανάμειξη των Αμερικανών, κυρίως στα ελληνοτουρκικά πράγματα, άρχισε από τις 10.3.1947, με την εξαγγελία του περιβόητου "δόγματος Τρούμαν" (από το όνομα του Αμερικανού προέδρου) για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Στη συνέχεια, την Ελλάδα θα κυβερνούσαν στην ουσία οι εκάστοτε Αμερικανοί πρεσβευτές στη χώρα οι οποίοι και ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις της αρεσκείας τους!
Έτσι, μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι Έλληνες της Κύπρου έθεταν πια όλο και πιο επιτακτικά και όλο και πιο δυναμικά την αξίωσή τους για ένωση με την Ελλάδα, η ίδια η Ελλάδα ήταν εντελώς αδύναμη να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Γιατί από τη μια αντιμετώπιζε η ίδια τρομακτικά εσωτερικά προβλήματα που την οδήγησαν και σε ένα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, και από την άλλη επειδή ήταν υποδουλωμένη σχεδόν ολοκληρωτικά στους Βρετανούς, και, αργότερα, στους Αμερικανούς. Χαρακτηριστική είναι μια δήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου προς Κυπρίους πολιτευτές που τον είχαν επισκεφθεί στην Αθήνα στις 29.9.1950: Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού, να αποθάνη από ασφυξίαν...
Για το λόγο αυτό, ομηρικές ήταν οι μάχες που σε διάφορες περιπτώσεις έδωσε στην Αθήνα με τις ελληνικές κυβερνήσεις ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που αντιμετώπιζε την άρνηση και την αδυναμία τους στην απαίτησή του να προωθήσει η Ελλάδα στον διεθνή πολιτικό στίβο το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων.
Ο Μακάριος, αμέσως μετά την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κινήθηκε παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις.
* Στην οργάνωση του κυπριακού Ελληνισμού και την ψυχολογική προετοιμασία του για δυναμικό αγώνα: συνεχείς περιοδείες στο εσωτερικό, συνεχή συλλαλητήρια και συνεχείς φλογεροί επαναστατικοί λόγοι και όρκοι υπέρ του ενωτικού αγώνα, αλλά και κινητοποίηση της νεολαίας (οργανώσεις Ο.Χ.Ε.Ν. και Π.Ε.Ο.Ν.) και έντονη δραστηριοποίηση της Εθναρχίας και των διαφόρων τάξεων του λαού (όπως λ.χ. οι εκπαιδευτικοί και οι αγρότες δια της Π.Ε.Κ.), χαρακτηρίζουν την περίοδο από το 1950 κ.ε.
* Στη διεθνή προβολή του Κυπριακού και στην εξασφάλιση της ελληνικής και διεθνούς υποστήριξης: αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ελλάδα, περιοδείες στην ίδια την Ελλάδα και αφύπνιση του ελληνικού λαού από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη, στρατολόγηση του ελληνικού στοιχείου των Ηνωμένων Πολιτειών με διάφορες προσωπικές επισκέψεις του, καθώς και επισκέψεις σε διάφορες άλλες χώρες, αιτήσεις στο Ηνωμένα Έθνη κλπ.
Την ίδια περίοδο σχηματίστηκε στην Αθήνα επιτροπή που άρχισε να εργάζεται μυστικά για την προετοιμασία επαναστατικού κινήματος στην Κύπρο, του οποίου η αρχηγία ανατέθηκε από το Μακάριο στον απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού αλλά Κύπριο στην καταγωγή Γεώργιο Γρίβα.
Το Δεκέμβρη του 1952 η γενική συνέλευση του Ο.Η.Ε. με απόφασή της τάχθηκε υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών και κάλεσε τα κράτη-μέλη του Οργανισμού να υποστηρίξουν την αρχή της αυτοδιάθεσης και να προαγάγουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους λαούς που δεν αυτοκυβερνούνταν αλλά εξοκολουθούσαν να βρίσκονται υπό τη διοίκησή τους. Ορμώμενοι από την απόφαση αυτή του Ο.Η.Ε., οι Έλληνες Κύπριοι υιοθέτησαν τώρα και το σύνθημα της αυτοδιάθεσης, το οποίο, όμως, συνέδεσαν με το σύνθημα της ένωσης. Παράλληλα όμως οι Τούρκοι Κύπριοι ύψωναν τώρα ένα ακραίο δικό τους σύνθημα, που και πάλι πέρασε απαρατήρητο από την ελληνοκυπριακή ηγεσία: Η Κύπρος είναι τουρκική: Το γεγονός ότι οι Τούρκοι της Κύπρου αποτελούσαν μια μειοψηφία του 18% περίπου, εδραίωνε την πεποίθηση της ηγεσίας των Ελλήνων Κυπρίων (που δρούσε εκ μέρους του 80% του κυπριακού πληθυσμού) ότι το τουρκικό στοιχείο του νησιού ήταν αμελητέο και δεν ήταν δυνατό να διαδραματίσει οποιονδήποτε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Τούτο ήταν μεγάλο λάθος, γιατί πίσω από την τουρκική μειοψηφία του νησιού βρισκόταν η Τουρκία και γιατί αυτήν ακριβώς τη μειοψηφία υποκίνησαν και χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί προκειμένου να εξουδετερώσουν τον ενωτικό αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων. Το όλο ζήτημα της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα δεν ήταν μια απλή πράξη μεταβίβασης ιδιοκτησίας, όπως νόμιζαν οι Έλληνες της Κύπρου. Αντίθετα, το θέμα συνδεόταν με τα γενικότερα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, που ενδιέφεραν ζωηρά την ίδια την Τουρκία (η οποία για κανένα λόγο δεν επρόκειτο να δεχτεί την άμεση ελληνική στρατιωτική και άλλη παρουσία και στα νότια σύνορά της), που ενδιέφεραν και τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως και ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή (ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, διαφοροποιήσεις στη Συρία και σε άλλες αραβικές χώρες, έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ, υπόθεση πετρελαίων κλπ. ).
Στις 28.7.1954, ο υφυπουργός Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον, μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων, δήλωσε πως: ορισμένες περιοχές μέσα στην Κοινοπολιτεία, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών, δεν ημπορούν να περιμένουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατό να καταστούν πλήρως ανεξάρτητες... Υπάρχουν μερικές περιοχές που ποτέ δεν μπορούν να περιμένουν κάτι τέτοιο...
Η δήλωση του Χόπκινσον έγινε κατά τη διάρκεια συζήτησης για το Κυπριακό και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Κύπρο αλλά και στην ίδια την Αγγλία. Ήταν, οπωσδήποτε, μια κυνική δήλωση, που διέγραφε ωστόσο μια πραγματική κατάσταση η οποία, στην περίπτωση της Κύπρου, αποδείχνεται μέχρι σήμερα. Τη δήλωση αυτή, όπως και πολλές άλλες καταστάσεις, οι Κύπριοι την αντιμετώπισαν με πολύ συναίσθημα και χωρίς καθόλου ψυχρή πολιτική ανάλυση και αξιολόγηση.
Διεθνοποίηση, ηρωισμοί και απογοητεύσεις: Από το 1953-54 το Κυπριακό άρχισε να συζητείται και στους διαδρόμους του Ο.Η.Ε. και σε συνεδρίες του. Με τις πρώτες συζητήσεις στον Ο.Η.Ε., ήρθαν για τους Έλληνες Κυπρίους και οι πρώτες απογοητεύσεις. Η αγγλική διπλωματία δεν ήταν καθόλου εύκολο να νικηθεί σε οποιοδήποτε πολιτικό πεδίο, πολύ περισσότερο επειδή η αξίωση των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα παρείχε στην Αγγλία την ευκαιρία να υποστηρίζει ότι το όλο ζήτημα είχε υποκινηθεί από την Ελλάδα η οποία και επιδίωκε προσάρτηση ξένων εδαφών.
Ένας μόνο δρόμος παρέμενε πια ανοικτός για τους Έλληνες Κυπρίους, ο δρόμος της ένοπλης επανάστασης. Η εξέγερση ήταν αποκλειστική πρωτοβουλία της Δεξιάς, με επικεφαλής την εθναρχούσα Εκκλησία. Ωστόσο πολύ σύντομα ο ένοπλος αγώνας που άρχισε την 1.4.1955 υπό την στρατιωτική ηγεσία του Γεωργίου Γρίβα, αγκαλιάστηκε και υποστηρίχτηκε από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού και, ηθικά τουλάχιστον, από ολόκληρο τον Ελληνισμό. Στα, 4 περίπου χρόνια που κράτησε ο αγώνας, σημειώθηκαν πράξεις υπέρτατου ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η αγγλική αντίδραση στον αγώνα αυτό δεν ήταν καθόλου συναισθηματική. Η Αγγλία πολέμησε, και πάλι, περισσότερο με τη διπλωματία παρά με τον στρατό της. Βασικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν και πάλι οι Τουρκοκύπριοι, αλλά και η ίδια η Τουρκία. Και μεταξύ των δύο ακραίων συνθημάτων: Η Κύπρος είναι ελληνική και Η Κύπρος είναι τουρκική, που υπογραμμίζονταν και με άφθονο αίμα σε υποκινούμενες συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο αλλά και με τουρκικές επιθέσεις εναντίον Ελλήνων αλλού (Κωνσταντινούπολη), η Αγγλία πρότεινε το 1957-58 τη "μέση λύση", τη διχοτόμηση του νησιού (σχέδιο Μακμίλαν).
Μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο, ο Μακάριος που είχε επιστρέψει στην Αθήνα από μια 13μηνη εξορία στη μέση του Ινδικού ωκεανού, αποδέχτηκε λύση ανεξαρτησίας. Τη λύση αυτή αποδέχτηκε και η ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπότε άνοιξε πια ο δρόμος προς τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, που δεν άργησαν να συνομολογηθούν και να γίνουν από όλους αποδεκτές το Φεβρουάριο του 1959.
Η ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, στο οποίο η τουρκοκυπριακή μειονότητα είχε κερδίσει πολύ περισσότερα από όσα δικαιούνταν και, μεταξύ αυτών, το κυριότερο που ήταν η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας ως βασικού ενδιαφερόμενου μέρους, γιορτάστηκε και από τους Ελληνοκυπρίους, που είδαν την εξέλιξη αυτή ως ένα ακόμη σταθμό στην πορεία προς την ένωση, μια πορεία που γι' αυτούς δεν τερματιζόταν εδώ.
Αίτημα ένωσης μετά την ανεξαρτησία: Παρά τις εξαγγελίες και τους πανηγυρισμούς, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν το 1959/60 στο λαμπρό μέλλον του νέου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Έλληνες Κύπριοι δεν ξέχασαν και ούτε εγκατέλειψαν το ιδανικό της ένωσης, ενώ οι Τούρκοι Κύπριοι υποκινούνταν από την Τουρκία σε ενέργειες που υποβοηθούσαν τους τουρκικούς στόχους για διχοτόμηση του νησιού και για μόνιμη κυριαρχία σε αυτό.
Η νέα τραγωδία δεν άργησε να ξεσπάσει. Εκδηλώθηκε το Δεκέμβρη του 1963 με την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και την ένοπλη σύγκρουσή τους με τους Έλληνες Κυπρίους. Οι τελευταίοι κατατρύχονταν από την επομένη της συμφωνίας για το νέο κράτος και από τις μεταξύ τους έριδες, γιατί οι μεν κατηγορούσαν τους δε για εγκατάλειψη και προδοσία του ιδανικού της ένωσης. Το ζήτημα αυτό εξελίχτηκε στα επόμενα χρόνια σε ανοικτή ρήξη και σύγκρουση μεταξύ του καθεστώτος του προέδρου Μακαρίου και της παράταξης των λεγομένων "ενωτικών" και "εθνικοφρόνων", με καταστρεπτικές συνέπειες.
Ο Μακάριος, πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά το ότι εργάστηκε σκληρά για την εδραίωση της κυπριακής ανεξαρτησίας, παράλληλα δεν έχανε την ευκαιρία να τοποθετηθεί με δημόσιες ομιλίες του υπέρ της ένωσης, σε μια προσπάθεια να αποσείσει τις εκτοξευόμενες κατά του προσώπου του συνεχείς κατηγορίες του "προδότη" και του "επιόρκου".
Ζήτημα ένωσης συζητήθηκε στα διεθνή παρασκήνια αρκετές φορές μετά το 1963, όπως για παράδειγμα με τις σχετικές με το Κυπριακό προτάσεις του Ντιν Άτσεσον. Η ελληνική στρατιωτική χούντα, που κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα από την 21.4.1967, προσπάθησε αρχικά να πετύχει ένα (απαραίτητο γι' αυτήν) θρίαμβο ενώνοντας την Κύπρο με την Ελλάδα. Προκάλεσε έτσι ελληνοτουρκικό διάλογο που απέτυχε οικτρά, αλλά και που οδήγησε αργότερα σε ελληνοτουρκική συμφωνία στο παρασκήνιο του Ν.Α.Τ.Ο. για αποκλεισμό της ένωσης. Όταν όμως η ελληνική χούντα προσπάθησε να εξουδετερώσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, χρησιμοποίησε εναντίον του το ιδανικό της ένωσης και κίνησε εναντίον του τους μαχητικούς αλλά αφελείς Κυπρίους "ενωτικούς". Στο πλαίσιο αυτό, ο Γεώργιος Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο όπου και ίδρυσε την Ε.Ο.Κ.Α. Β' με προοπτική να αγωνιστεί υπέρ της ένωσης, αφού προηγουμένως εξουδετερωνόταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο τελευταίος δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρές επιθέσεις από τους αντιπάλους του στην Κύπρο όταν καθόρισε πολιτική υπέρ του εφικτού (που ήταν η εδραίωση της ανεξαρτησίας), τοποθετώντας την ένωση με την Ελλάδα στη σφαίρα του ευκταίου.
Στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15.7.1974) που έγινε από την ελληνική στρατιωτική χούντα, μετείχαν με ενθουσιασμό και μερικοί Ελληνοκύπριοι, που είχαν την αφελέστατη εντύπωση ότι η ώρα της ένωσης είχε, επιτέλους, πλησιάσει. Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο που ακολούθησε αμέσως μετά, καταβαράθρωσε εντελώς και τις τελευταίες ελπίδες για την πραγμάτωση του ιδανικού αυτού, που ωστόσο από μια μερίδα των Ελλήνων Κυπρίων δεν έχει, ενδόμυχα, εγκαταλειφτεί.