Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΧΛΩΡΙΔΑ



Κυπριακή χλωρίδα, σπάνια και απειλούμενα φυτά
Η Κύπρος αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες χλωριδικά περιοχές της Ευρώπης. Το ποικιλόμορφο γεωμορφολογικό ανάγλυφο του νησιού και οι έντονες διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και τη βροχόπτωση από περιοχή σε περιοχή, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλήθους διαφορετικών οικότοπων στο νησί. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη θέση της Κύπρου στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων που την καθιστά μεταναστευτικό κέντρο, καθώς και τη μακρά ιστορία του νησιού, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας πλούσιας και μοναδικής χλωρίδας. Μέχρι στιγμής αναγνωρίστηκαν στην Κύπρο πέρα από 1900 είδη, υποείδη και ποικιλίες φυτών, από τα οποία τα 145 είναι ενδημικά για το νησί και δεν απαντούν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου.

Τα περισσότερα από τα ενδημικά φυτά της Κύπρου εντοπίζονται στις δύο της οροσειρές. Έτσι στην οροσειρά του Τροόδους απαντούν 94 ενδημικά φυτά της Κύπρου, ενώ στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου 56. Αρκετά από τα φυτά της Κύπρου, κυρίως ενδημικά, θεωρούνται σπάνια αφού απαντούν σε λίγους και μικρούς πληθυσμούς. Η επιβίωση και η διαιώνιση των ειδών αυτών τίθενται άμεσα σε κίνδυνο με τη δυσμενή επίδραση εξωτερικών, ανθρωπογενών πιέσεων. Τα τελευταία χρόνια οι πιέσεις αυτές ολοένα εντείνονται και πηγάζουν κυρίως από την τεράστια τουριστική ανάπτυξη, την επέκταση του ορεινού οδικού δικτύου, την αστικοποίηση εκτεταμένων φυσικών περιοχών, τις στρατιωτικές δραστηριότητες μέσα σε φυσικές περιοχές, την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων μέσα σε φυσικές περιοχές (λατομεία, γήπεδα γκολφ κ.λπ.) καθώς και τις επαναστατικές μεταβολές στη γεωργία με την εκτενή χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.

Στα πλαίσια της προσπάθειας έκδοσης του «Κόκκινου Βιβλίου της Κυπριακής Χλωρίδας» που ολοκληρώθηκε πρόσφατα με επιτυχία και περιλαμβάνει τα πλέον σπάνια και απειλούμενα φυτά του νησιού, πέρα από 300 φυτικά είδη έχουν καταταχθεί σε διάφορες «κατηγορίες κινδύνου», στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση (IUCN).

Νεκρή ζώνη και διατήρηση απειλούμενων ειδών
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί σημαντικές προσπάθειες για τη διατήρηση της κυπριακής βιοποικιλότητας. Ωστόσο καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν έχει καλύψει τη χλωρίδα της νεκρής ζώνης, δηλαδή της περιοχής που διαχωρίζει το ελεγχόμενο από την Κυπριακή Δημοκρατία μέρος από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Η ζώνη αυτή εκτείνεται από τον κόλπο της Μόρφου στα Δυτικά προς τον κόλπο της Αμμοχώστου στα Ανατολικά και έχει πλάτος από μερικά μέτρα (π.χ. μέσα στη Λευκωσία) μέχρι μερικά χιλιόμετρα (πεδιάδα Μεσαορίας). Η νεκρή ζώνη φιλοξενεί σημαντικό αριθμό ενδημικών, σπάνιων και απειλούμενων φυτών. Θα ανέμενε κανείς ότι εντός της ζώνης αυτής, η απαγόρευση γενικά ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (πέραν από πολύ συγκεκριμένες και ελεγχόμενες δραστηριότητες) θα είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη προστασία της χλωρίδας που φιλοξενεί. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι μια σειρά παράνομων δραστηριοτήτων, όπως η απόρριψη σκουπιδιών και μπάζων και από τις δύο κοινότητες και η συλλογή άγριων ειδών για πώλησή τους σε λαϊκές αγορές, έχουν δημιουργήσει σημαντικές απειλές για την τοπική χλωρίδα.

Η νέα προσπάθεια για τη διατήρηση απειλούμενων φυτών μέσα στη νεκρή ζώνη
Έχοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, μια ομάδα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων επιστημόνων έχει ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια για τη διατήρηση της μοναδικής χλωρίδας της πράσινης γραμμής. Η προσπάθεια αυτή εξελίσσεται στα πλαίσια ερευνητικού έργου, το οποίο χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών – Δράση για τη Συνεργασία και την Εμπιστοσύνη (UNDP-ACT).

Το έργο επικεντρώνεται στη διατήρηση των δύο πλέον απειλούμενων αλλά και εντυπωσιακών ενδημικών ειδών της Κύπρου που απαντούν στη νεκρή ζώνη: την κυπριακή τουλίπα, Tulipa cypria, και την ορχιδέα Ophrys kotchyi. Παράλληλα καλύπτει και άλλα ενδημικά, σπάνια και απειλούμενα φυτά του νησιού. Για τη διατήρηση των ειδών αυτών υιοθετείται η προσέγγιση των μικρο – αποθεμάτων (plant micro-reserves), δηλαδή της επιλογής περιοχών μικρής έκτασης, που φιλοξενούν σχετικά μεγάλο αριθμό ενδημικών, σπάνιων και απειλούμενων φυτών, στις οποίες εφαρμόζονται ενεργά μέτρα διατήρησης και διαχείρισης καθώς και μακροχρόνια παρακολούθηση. Η εφαρμογή της προσέγγισης των μικρο-αποθεμάτων έχει αφετηρία στην περιφέρεια της Βαλένσια στην Ισπανία, όπου στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 δημιουργείται το πρώτο τέτοιο δίκτυο μικρο-αποθεμάτων. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται με επιτυχία και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου. Στην Ελλάδα, η ιδέα των μικρο-αποθεμάτων εφαρμόζεται για πρώτη φορά πιλοτικά στη δυτική Κρήτη, με στόχο τη διατήρηση έξι απειλούμενων ενδημικών φυτών και ενός οικοτόπου του νησιού. Η προσπάθεια αναπτύσσεται από την ομάδα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κώστα Θάνου, σε συνεργασία με το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων.

Η πρωτοβουλία δημιουργίας δύο μικρο-αποθεμάτων φυτών μέσα στη νεκρή ζώνη αποτελεί και την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της προσέγγισης αυτής στην Κύπρο. Η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει την παρακολούθηση των υπό μελέτη φυτών και των ενδιαιτημάτων τους και τη διαχείριση των μικρο–αποθεμάτων φυτών με την εφαρμογή επί τόπου (in situ) μέτρων διατήρησης. Στα μέτρα που έχουν αποφασιστεί περιλαμβάνεται η περίφραξη περιοχών, στις οποίες έχουν παρατηρηθεί σημαντικές ανθρωπογενείς πιέσεις. Έτσι, η πρόσβαση στα σημεία που έχει παρατηρηθεί υπερβόσκηση ή συλλογή των σπάνιων βολβών τουλίπας για πώλησή τους στη συνέχεια σε λαϊκές αγορές, δε θα είναι πλέον προσιτή. Επίσης, γίνεται ήπια απομάκρυνση των φυτών που ανταγωνίζονται τα υπό μελέτη είδη και παροχή νερού κατά τις περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας. Τέλος, κατά την αναπαραγωγική περίοδο γίνεται τεχνητή επικονίαση των φυτών της τουλίπας και της ορχιδέας με σκοπό την προώθηση της σεξουαλικής αναπαραγωγής και ενδυνάμωση των φυσικών πληθυσμών των ειδών αυτών. Η δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι απουσιάζουν από την περιοχή τα έντομα που θα έκαναν με φυσικό τρόπο την επικονίαση στα είδη αυτά, στα οποία το κρίσιμο στάδιο που καθορίζει και την επιτυχία της αναπαραγωγικής διαδικασίας είναι η επικονίαση από έντομα.

Μέσα στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής διατήρησης των ειδών αυτών, οι επί τόπου (in situ) δράσεις διατήρησης που παρουσιάστηκαν πιο πάνω, συμπληρώνονται με δραστηριότητες διατήρησης εκτός της φυσικής περιοχής εξάπλωσης των φυτών (ex situ). Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν τη διατήρηση των φυτών σε ζωντανές συλλογές μέσα σε βοτανικούς κήπους, την αποθήκευση σπερμάτων σε τράπεζες σπερμάτων, αφού προηγηθεί η διερεύνηση της φυτρωτικής τους συμπεριφοράς, και την παραγωγή φυτικού υλικού μέσω ιστοκαλλιέργειας για αξιοποίησή του σε κάθε μελλοντική προσπάθεια επί τόπου και εκτός τόπου διατήρησης των φυτών.

Για την επιτυχή λειτουργία των μικροαποθεμάτων οι συντελεστές του έργου έχουν εμπλέξει από τα αρχικά στάδια της προσπάθειας αυτής και τις τοπικές κοινότητες της περιοχής σε δραστηριότητες διατήρησης καθώς και ευαισθητοποίησης του τοπικού πληθυσμού. Έτσι, οι τοπικές κοινότητες είναι ενήμερες για το έργο, έχουν εκφράσει τις απόψεις τους για την οριοθέτηση των μικρο-αποθεμάτων, έχουν παραχωρήσει τις γνώσεις τους ως προς την παρουσία των υπό μελέτη φυτών σε διάφορα σημεία, ενώ νέοι της περιοχής συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες επί τόπου (in situ) διατήρησης. Η προσέγγιση αυτή των συντελεστών του έργου συνδέεται με τις σύγχρονες αντιλήψεις που καταδεικνύουν ότι οι προσπάθειες διατήρησης έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας όταν σε αυτές εμπλέκονται από τα αρχικά στάδια οι τοπικές κοινωνίες.

Πέρα από τη σημασία του ως προς τη διατήρηση σημαντικών στοιχείων της κυπριακής χλωρίδας, το έργο αυτό στέλνει και σημαντικά μηνύματα ως προς τις δυνατότητες συνεργασίας των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Η υλοποίηση του έργου έφερε κοντά επιστήμονες και πολίτες των δύο κοινοτήτων, οι οποίοι μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες συνεργάστηκαν για τη διατήρηση ενός πολύ σημαντικού μέρους της φυσικής τους κληρονομιάς. Επίσης, το έργο ανέδειξε τη νεκρή ζώνη σε χώρο όπου μπορούν να ενωθούν δυνάμεις και να αναπτυχθούν δραστηριότητες συνεργασίας για κοινούς σκοπούς και όχι σε χώρο αντιπαράθεσης και διαχωρισμού. Εν αναμονή λοιπόν της μέρας που δεν θα υπάρχουν στο νησί διαχωριστικές γραμμές και ο λαός του θα μπορεί να αναπτύσσει καθολικά συνεργασίες προς όφελος του και προς όφελος της πατρίδας του.

ιστοσελίδα: Διατήρηση Φυτικής Βιοποικιλότητας στην Ουδέτερη Ζώνη

pre.kc@fit.ac.cy


*Κώστας Καδής, PhD δ/ντής Μονάδας Διατήρησης της Φύσης & αν. καθ. Παν/μίου Frederick,
**Κώστας Κουνναμάς, ερευνητής Μονάδας Διατήρησης της Φύσης Παν/μίου Frederick,
***Salih Gucel, PhD, Ινστ. Επιστημών της Γης, της Θάλασσας, της Ατμόσφαιρας & του Περιβάλλοντος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Decker, D.J., T.L. Brown, and W.F. Siemer (eds.) 2001. Human dimensions of wildlife management in North America. The Wildlife Society, Bethesda, MD. 464pp.
  • Laguna E., 2001. The micro-reserves as a tool for conservation of threatened plants in Europe. Nature and Environment No 121, Council of Europe Publishing.
  • Tσιντίδης T., Xριστοδούλου X. Σ., Δεληπέτρου Π., Γεωργίου K., 2007. Το Κόκκινο Βιβλίο της Χλωρίδας της Κύπρου.Φιλοδασικός Σύνδεσμος Κύπρου. 470 σελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου