Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Θα ήθελα για μια ακόμη μια φορά και λόγω των ημερών να επαναλάβω τη θέση μου ότι είναι λάθος να κάνουμε λόγο για Κυπριακό "πρόβλημα" ή "ζήτημα". Με αυτό τον τρόπο καλύπτουμε, εκούσια ή ακούσια, την αλήθεια που δεν είναι άλλη από αυτή της παράνομης εισβολής και κατοχής της Κύπρου. Παρακάτω θα βρείτε ένα σύντομο βίντεο από παλαιότερη απάντηση μου για αυτό το θέμα. Θα πρέπει να αρχίσουμε στην προσέγγισή μας να μιλάμε για παράνομη κατοχή της Κύπρου.

Τετάρτη, 20 Ιούλιος 2011 16:25

Το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα

Θα ήθελα για μια ακόμη μια φορά και λόγω των ημερών να επαναλάβω τη θέση μου ότι είναι λάθος να κάνουμε λόγο για Κυπριακό "πρόβλημα" ή "ζήτημα". Με αυτό τον τρόπο καλύπτουμε, εκούσια ή ακούσια,  την αλήθεια που δεν είναι άλλη από αυτή της παράνομης εισβολής και κατοχής της Κύπρου. Παρακάτω θα βρείτε ένα σύντομο βίντεο από παλαιότερη απάντηση μου για αυτό το θέμα. Θα πρέπει να αρχίσουμε στην προσέγγισή μας να μιλάμε για παράνομη κατοχή της Κύπρου.
Dim lights Embed
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική
Σε συνέχεια της προηγούμενης μου ανάρτησης με αφορμή τη συμπλήρωση 7 χρόνων από την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, επαναδημοσιεύω και το παρακάτω άρθρο που δημοσιεύτηκε επίσης στον Φιλελεύθερο στις αρχές Απριλίου του 2004 και στο οποίο υποστηρίζω ότι το Σχέδιο Ανάν δεν ήταν ούτε ιστορική, ούτε μοναδική, ούτε τελευταία λύση.  Άλλωστε, όπως σημειώνω και παρακάτω, τίποτε δεν είναι τελικό στο αέναο του χρόνου γύρισμα.  Η ιστορία είτε γραμμική είτε κυκλική είτε, τέλος, σπειροειδής εξελίσσεται επιβεβαιώνοντας το «τα πάντα ρεî» του Ηρακλείτου. Τούτο θα πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψην κάθε φορά που βρισκόμαστε σε ανάλογες περιστάσεις. 
Οι θιασώτες της «λύσης» του Κυπριακού, δηλαδή της άρσης των συνεπειών τής παράνομης Τουρκικής εισβολής του 1974 και της έκτοτε κατοχής, επιχειρηματολογούν ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί λύση και, ταυτοχρόνως, κινδυνολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για την Κυπριακή Δημοκρατία.  Επιπλέον, ισχυρίζονται πως η λύση του Σχεδίου Ανάν «5» είναι ιστορική, θα είναι μοναδική και η τελευταία.  Ουδέν το πλέον αναληθές.

Η συγκεκριμένη «λύση» δεν είναι ιστορική.  Ιστορικά είναι εκείνα τα γεγονότα που οδήγησαν την ανθρωπότητα ή τα έθνη να αλλάξουν τη μοίρα τους.  Τέτοιες είναι οι μεγάλες επαναστάσεις, οι ανακατονομές ισχύος στο διεθνές σύστημα, όπως αυτή του 1989· ή, αντιστοίχως, η ανεξαρτησία ή η καταστροφή των εθνών.  Στο πλαίσιο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορική στιγμή το 1821, το 1912, το 1922, το 1955 ή ακόμη το 1974.  Με το Σχέδιο Ανάν δεν υπάρχει καμία ιστορική αλλαγή, με όρους επανένωσης δύο λαών.  Εκτός και αν το γεγονός της κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δυσλειτουργικότητα του Σχεδίου που θα αυξήσει τις συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών ή η νομιμοποίηση της χρήσης βίας από τον ίδιο τον Ο.Η.Ε. που την απαγορεύει θεωρηθούν, στην αρνητική κατεύθυνση, ιστορικά γεγονότα.

Η «λύση» δεν είναι μοναδική.  Και μόνο ο αριθμός «5» του Σχεδίου Ανάν ή των ισάριθμων σχεδίων που φέρουν το όνομα προηγούμενων Γενικών Γραμματέων του ΟΗΕ δείχνει ότι το συγκεκριμένο σχέδιο που παραδόθηκε στα δύο μέρη μετά την επιδιαιτησία του Ανάν.  Θα μπορούσε να δοθεί, για παράδειγμα, μία λύση από τις ίδιες τις κοινωνίες όπως έγινε με την επανένωση της Γερμανίας το 1989, μία λύση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Η παρούσα «λύση» όμως δεν είναι μοναδική ούτε από πλευράς τελειότητας.  Το Σχέδιο Ανάν σαφώς δεν είναι δίκαιο (σημείο στο οποίο υπήρξαν σοβαρές υποχωρήσεις από την Ελληνική πλευρά) και εμφανώς δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε λειτουργικό.  Επιπλέον, το Σχέδιο είναι σαφώς ανολοκλήρωτο, καθώς χρειάζονται δεκάδες νόμοι οι οποίοι πρέπει και απομένει να συμφωνηθούν μεταξύ των δύο πλευρών ώστε να λειτουργήσει το πρωτοφανές για τα πολιτικά δεδομένα της σύγχρονης εποχής κρατικό μόρφωμα που δημιουργεί.

Η λύση αυτή προφανώς και δεν είναι η τελευταία.  Τίποτε δεν είναι τελικό στο αέναο του χρόνου γύρισμα.  Η ιστορία είτε γραμμική είτε κυκλική είτε, τέλος, σπειροειδής εξελίσσεται επιβεβαιώνοντας το «τα πάντα ρεî» του Ηρακλείτου.  Στη ζωή των λαών, των κρατών ή των πολιτισμών ο χρόνος είναι διαφορετικός και σαφώς δεν καταγράφεται με βάση τα δεδομένα της προσωπικής ζωής εκάστου ανθρωπίνου όντος.  Ήταν μεγάλη ή μικρή η διάρκεια της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής ή της Βρετανικής αυτοκρατορίας;  Ήταν πολλά τα 45 χρόνια που διήρκεσε η διαίρεση της Γερμανίας;  Ή, ήταν πολλά ή λίγα τα 400 ή τα 700 χρόνια που κατά περιοχές κράτησε ο οθωμανικός ζυγός στην Ελλάδα;  Και μετά βεβαιότητας η «λύση» δεν είναι η τελευταία, διότι ήδη αρχίζει να διαφαίνεται μία προσπάθεια Ευρωπαϊκής λύσης.

Τέλος, απέναντι στην κινδυνολογία που καλλιεργείται χρειάζεται ψυχραιμία και νηφαλιότητα.  Διότι, σε κάθε περίπτωση υπάρχουν κάποια αδιαμφισβήτητα δεδομένα: πρώτον, η Κύπρος, στις 1.5.2004, θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση· δεύτερον, κανένα κράτος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τυπικά το ψευδοκράτος, έχοντας προηγουμένως επικυρώσει τη Συνθήκη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση· τρίτον, θα συνεισφέρει στον κοινοτικό προϋπολογισμό και δεν περιμένει να εισπράξει από κανένα τρίτο ή τέταρτο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης· τέλος, μετά την 1η.5, είναι βέβαιο πως ξένα στρατεύματα θα σταθμεύουν παρανόμως στην επικράτεια κράτους μέλους της Ένωσης.  Σε κάθε περίπτωση πολιτικές πιέσεις θα υπάρχουν.  Αλλά θα είναι μόνο πολιτικές.
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική
Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 21 Μαρτίου του 2004. Κρίνω σκόπιμο να το επαναδημοσιεύσω σήμερα, εφτά χρόνια αργότερα, για να θυμίσω σε όσους παρακολουθούσαν το ζήτημα και τότε, αλλά και για να παρουσιάσω την άποψή μου στους νεότερους, και κυρίως στους φοιτητές μου, με τους οποίους συζητούμε το Κυπριακό. Υποστήριζα τότε ότι το Σχέδιο Ανάν δεν ήταν ούτε δίκαιη, ούτε βιώσιμη, ούτε λειτουργική λύση, και η θέση μου αυτή εφτά χρόνια αργότερα έχει επιβεβαιωθεί.
Περίπου ένα μήνα πριν, (Φεβρουάριος 2004) ο πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν στις ΗΠΑ, επισκεπτόμενος την Ουάσινγκτον αλλά και τη Ν. Υόρκη. Μετά από λίγο ο Γενικός Γραμματέας (Γ.Γ.) του ΟΗΕ, εξήγγειλε την πρωτοβουλία του για λύση του Κυπριακού πριν την 1.5.2004, ημερομηνία προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το επίσημο Ελλαδικό κράτος, εμπλεκόμενο στις προεκλογικές διαδικασίες ήταν απόν, τόσο πέραν του Ατλαντικού όσο και στην Ευρώπη. Και το Κυπριακό εφησύχαζε με την αναμενόμενη αδιαλλαξία του Ντεκτάς.
Για μία ακόμη φορά το Κυπριακό είναι στην επικαιρότητα και για κάποιους ήταν η ευκαιρία να πουν πως βαρεθήκαμε πια και πως πρέπει επιτέλους να δοθεί μία λύση. Μόνο που η προδιαγραφόμενη λύση δεν πρόκειται να μας απαλλάξει από τα «προβλήματα». Αντίθετα, μάλιστα, θα προσθέσει καινούργια και στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Και τούτο διότι, με βάση τα όσα μπορούμε να γνωρίζουμε, η «λύση» δεν θα είναι ούτε δίκαιη, ούτε βιώσιμη, ούτε λειτουργική.
Το ότι δεν θα είναι δίκαιη το γνωρίζαμε από χρόνια. Μία δίκαιη λύση θα σήμανε την απομάκρυνση ενός πολύ μεγάλου ποσοστού των εποίκων, αποκατάσταση των ζημιών, πληρωμή αποζημιώσεων, πλήρη πληροφόρηση για την τύχη των αγνοουμένων. Το ότι δεν θα είναι βιώσιμη ίσως αρχίζουμε να το καταλαβαίνουμε τώρα. Αυτό που εμείς μεταφράζουμε ως «βιώσιμη», στο λεξιλόγιο του Γ.Γ. υπάρχει ως "comprehensive", δηλαδή «συνολική». Πάντως, το βιώσιμη λύση είχε εσχάτως συνδεθεί με το «λειτουργική» λύση και αυτή με την εναρμόνιση προς το κοινοτικό κεκτημένο.
Μετά τη συμφωνία της Ν. Υόρκης, η λύση δεν διαφαίνεται πως θα είναι λειτουργική, και τούτο για τους παρακάτω λόγους. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει τρόπος που να διασφαλίζει την εναρμόνιση της όποιας λύσης με το κοινοτικό κεκτημένο. Βεβαίως οι δύο πλευρές θα συνευρεθούν μεταξύ 1 και 24 Μαρτίου για να συζητήσουν όλα τα συναφή με το κεκτημένο ζητήματα. Όμως για ποιο λόγο η Τουρκοκυπριακή πλευρά να δεχθεί όλες τις πρόνοιες του κοινοτικού κεκτημένου που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης αλλά και πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κανόνων της Δημοκρατίας. Δεύτερον, διότι όποια και να είναι η τελική συμφωνία, αυτή, κατά δήλωση του Γ.Γ., θα ενσωματωθεί στις συνθήκες της ΕΕ, ακόμη και αν συνιστά εξαίρεση στο κοινοτικό κεκτημένο. Το γεγονός αυτό επιτείνει τους λόγους αδιαλλαξίας της Τουρκοκυπριακής πλευράς. Τρίτον, διότι η ΕΕ, αυτή στην οποία θα ενταχθεί στις 1.5.2004 η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν θα είναι πολιτικά παρούσα στις διαπραγματεύσεις. Απλώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το γραφειοκρατικό όργανο της ΕΕ, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύμβουλος του Γ.Γ., σε ζητήματα τεχνικής φύσεως. Τέταρτον, σε περίπτωση που τα μέρη δεν θα συμφωνήσουν, ο Γ.Γ. θα συμπληρώσει μόνος του τα κενά της συμφωνίας.
Συνεπώς, αν δεν αποχωρήσουν οι Τουρκοκύπριοι για τους δικούς τους λόγους και τελικώς βρεθεί μία «λύση», αυτή η λύση δεν θα είναι λειτουργική και θα δημιουργήσει μία νέα σειρά προβλημάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ. Το γνωστό δυσλειτουργικό σχέδιο Ανάν, αντί να δημιουργήσει ένα ομοσπονδιακό και λειτουργικό κράτος θα δημιουργήσει ένα παγκοσμίως πρωτότυπο μόρφωμα που θα εντείνει τις αντιπαραθέσεις και θα αυξήσει τις παρεμβάσεις της Τουρκίας αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου στο εσωτερικό του. Ταυτοχρόνως, η Τουρκία θα απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη υποχρέωση επίλυσης του Κυπριακού, διευκολύνοντας την πορεία της προς την ΕΕ και αυξάνοντας φυσικά τις φυγόκεντρες δυνάμεις μέσα σε αυτήν. Όσο για την Ελλάδα, αναρωτιέμαι σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να παραμείνει αμέτοχη όταν θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι δυσλειτουργίες της «λύσης».
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική
Οι Αλλαγές μετά τη Συμφωνία Κύπρου-Ισραήλ. 
Συνέντευξη στην Εφημερίδα ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου του 2011. (ερωτήσεις: Κώστας Βενιζέλος) 
-      Η πρόσφατη συμφωνία Κύπρου-Ισραήλ για καθορισμό της ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών ανατρέπει το σκηνικό στην περιοχή μας;
Είναι νωρίς ακόμη για να κρίνει κανείς.  Οι αλλαγές στη συμπεριφορά των κρατών χρειάζονται χρόνο για να αποκρυσταλλωθούν.  Όπως πάντα λέω και γράφω, ο χρόνος στη ζωή των κρατών είναι διαφορετικός, πολύ πιο αργός από το χρόνο στη ζωή των ανθρώπων.  Ασφαλώς, σε συνδυασμό και με τα ορατά ανοίγματα του Ισραήλ προς την Ελλάδα, η συμφωνία θέτει σοβαρές βάσεις για αλλαγή κλίματος.  Όχι όμως, επί του παρόντος, και για αλλαγή ισορροπιών ισχύος, δεδομένου ότι αυτές προσδιορίζονται κυρίως από συντελεστές στρατιωτικής φύσης και επικαθορίζονται από την ευρύτερη, συστημική ισορροπία.  Σημασία, δηλαδή, έχει και το προς τα πού θα γείρουν και οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες τη στιγμή αυτή, όντως γέρνουν προς την πλευρά του Ισραήλ και όχι της Τουρκίας.
-      Εκτιμάτε ότι μπορεί Ελλάδα και Κύπρος σε συνεργασία με το Ισραήλ να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην περιοχή μας; Τουλάχιστον να αξιοποιήσουν τη γεωστρατηγική τους θέση;
Ας μην ξεχνάμε ότι τα κράτη ανταγωνίζονται στο διεθνές σύστημα για απόλυτα και σχετικά οφέλη.  Για το Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα οι ενεργειακές πηγές συνιστούν καταρχάς απόλυτα οφέλη.  Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή τρίτων στα οφέλη ή υποβάθμιση ανταγωνιστών των τριών κρατών συνιστούν έμμεσα οφέλη.  Ασφαλώς, λοιπόν, και μπορούν να αξιοποιήσουν τη στρατηγική τους θέση, παρέχοντας νέες ενεργειακές πηγές και οδούς και εμπλέκοντας υπέρ τους τρίτα κράτη που ενδιαφέρονται για ενεργειακή ασφάλεια.  Σε αντίθεση με το Ισραήλ, που διαθέτει μία αξιοσέβαστη στρατιωτική μηχανή και είναι πιο κοντά στο Ιράκ, το Ιράν και την Κεντρική Ασία, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν, υπό προϋποθέσεις που ίσως μπορούν πλέον να θέσουν, να παίξουν το ρόλο της ασφαλούς διόδου προς τις περιοχές ενδιαφέροντος, παρέχοντας μία εναλλακτική οδό σε σχέση με αυτήν της Τουρκίας.  Όμως, την οδό αυτή θα θέλουν και άλλοι να προστατέψουν, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει και άλλα οφέλη.  Επιπλέον, λόγω των παραπάνω, Κύπρος και Ελλάδα μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα το πολιτικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, κυρίως για την Κύπρο, το επιχειρηματικό πλεονέκτημά τους.  Η επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ στην Κύπρο (10.01.2011), ίσως να συνιστά ένα πρώτο δείγμα.
-      Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, πόσο επηρεάζει αυτούς τους σχεδιασμούς;
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ασφαλώς και επηρεάζει και το δίδυμο Ελλάδας – Κύπρου.  Όμως και σε περίοδο ισχνών αγελάδων είναι θέμα προτεραιοτήτων, σε ποιον τομέα, δηλαδή, θα επιλέξεις να μειώσεις δαπάνες.  Η στάση, δηλαδή της Ελλάδας στα διεθνή, θεωρώ ότι, ακόμη και σήμερα, είναι θέμα πολιτικών επιλογών.  Αυτήν τη στιγμή, εγώ προσωπικά δεν έχω τα στοιχεία ή δεν μπορώ να διακρίνω ποια είναι η κεντρική στόχευση της πολιτικής της έναντι της Τουρκίας.  Είναι πολιτική επίλυσης διαφορών από θέση ίσης ισχύος, είναι πολιτική σύμπλευσης (“bandwagoning”), είναι πολιτική κατευνασμού (“appeasement”);  Δεν είναι ξεκάθαρο.  Σε κάθε περίπτωση, με βάση αυτά που είναι γνωστά, εκτιμώ ότι η οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ μπορεί και υπό τις παρούσες συνθήκες να προχωρήσει.
-      Στη διαχείριση των κρίσεων υπάρχει πάντα ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τα δεδομένα που διαμορφώνονται στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον.  Θεωρείτε ότι η Ελλάδα σήμερα έχει διαμορφώσει ένα τέτοιο μηχανισμό;
Δυστυχώς, όχι∙ άλλωστε, η ανάπτυξη τέτοιων μηχανισμών δεν είναι κάτι που χαρακτήρισε ποτέ το Ελληνικό κράτος.  Μία «ολική εξωτερική πολιτική», όπως την έχω ονομάσει και προτείνει, χρειάζεται αυτό που υπονοεί η ερώτησή σας: προετοιμασία και συνέργεια των συντελεστών ισχύος, εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και αυτοματισμούς κατά την πρόσληψη των ερεθισμάτων, την εκπόνησή της και, κυρίως, συντονισμό και αποτελεσματικότητα κατά την εκτέλεσή της.

-      Υποστηρίζετε πάντα ότι η Τουρκία δεν είναι αναβαθμισμένη και πως δεν έχει κέρδη στη διεθνή σκακιέρα.  Πώς εξηγείτε αυτή τη θέση σας;
Ναι, την υποστηρίζω πάντα.  Καταρχάς, εκ του αντιθέτου, δεν υπάρχει κανείς που να μου υποδείξει ποιες είναι οι επιτυχίες τής Τουρκίας.  Για να είμαι ακριβής.  Ναι, η Τουρκία ξεπέρασε την οικονομική της κρίση και το εθνικό της προϊόν αυξάνεται.  Ναι, η Τουρκία βελτίωσε τις σχέσεις της με τη Συρία και έχει αναπτύξει πολιτικο-οικονομικές σχέσεις με κάποιες Βαλκανικές χώρες – σχέσεις που δεν αλλάζουν όμως το γενικότερο συσχετισμό.  Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν έχει πετύχει στην πολιτική της με τον Αραβικό κόσμο, δεν έχει αποκομίσει κάτι από το Ιράκ, δεν κέρδισε κάτι από τα ανοίγματά της στο Ιράν.  Αντίθετα, έσπασε, έστω και επί του παρόντος, τη σχέση της με το Ισραήλ, έχει ενοχλήσει τις μεγάλες δυνάμεις και βρίσκεται μπροστά σε μία νέα ενεργειακή πραγματικότητα στη Μεσόγειο.  Ακόμη και αν η συγκεκριμένη, νέα κατάσταση δεν αξιοποιηθεί πλήρως από Κύπρο και Ελλάδα, μπορεί, όπως ανέφερα, να αλλάξει το κλίμα.  Περαιτέρω, στο εσωτερικό τής Τουρκίας το εθνικό προϊόν δεν κατανέμεται, ως συνήθως, ομοιόμορφα, οι Κεμαλιστές πάντα καραδοκούν και το Κουρδικό παραμένει ανοικτό.  Με βάση όλα τα παραπάνω – ίσως βέβαια να ξεχνάω κάτι – εξηγώ την άποψή μου.

-      Η τακτική μας, ως Ελλάδα και Κύπρος, έναντι της Τουρκίας είναι η σωστή;  Έχει αποδώσει;
Πάντα από τη σωστή, υπάρχει πιο σωστή: η «ολική εξωτερική πολιτική», την οποία διαχρονικά εισηγούμαι, και η οποία θέτει μεσο-μακροπρόθεσμους στόχους και στηρίζεται στη συνέργεια και αξιοποίηση κάθε μορφής συντελεστών ισχύος και συγκριτικών πλεονεκτημάτων, με έξυπνο τρόπο.  Ως προς το αν έχει αποδώσει, θα απαντούσα όχι και ναι, σε ένα βαθμό.  Όχι, διότι η Τουρκία δεν εγκατέλειψε την επιθετικότητά της και δεν αποχώρησε από την Κύπρο – πράγμα, βέβαια, δύσκολο να επιτευχθεί με πολιτικά μέσα σε βραχύ πολιτικό χρόνο.  Ναι, κυρίως λόγω των συνθηκών στο εσωτερικό των κρατών μελών τής Ένωσης και λόγω και της παρουσίας τής Κύπρου σε αυτήν.  Σε τι συνίσταται η διαπίστωση ότι εν μέρει έχει αποδώσει;  Στο ότι η Τουρκία, παρά τα οράματα «Νταβούτογλου» και την πολιτική του Ερντογάν, βρίσκεται εγκλωβισμένη στα διλήμματα που η ίδια έχει θέσει.  Στην πορεία της προς την Ευρώπη δυσκολεύεται να προχωρήσει, διότι δεν μπορεί να αλλάξει όσο και τόσο γρήγορα που πρέπει.  Στην Ανατολή, δεν έχει πού να πάει…  Αν πολιτικά πάει πιο ανατολικά, τότε οι σχέσεις με τους Κεμαλικούς θα οξυνθούν, το Κουρδικό θα πάρει άλλη τροπή και δεν θα μπορεί πλέον να προβάλει προς Ανατολάς τις προνομιακές της σχέσεις με τη Δύση.  Έτσι, οι δηλώσεις Ερντογάν, του τύπου θα δούμε τι θα κάνουμε αφού η Ευρώπη δεν μας θέλει…, εκφράζουν μάλλον το αδιέξοδο του ιδίου και της χώρας του, παρά οτιδήποτε άλλο.  Αν η ανάλυσή μου στην παρούσα ερώτησή σας ισχύει, τότε ενισχύεται και η άποψή μου στην προηγούμενη ερώτηση.
-      Κυπριακή προεδρία της Ε.Ε.:  πώς μπορεί μια μικρή χώρα να ανταπεξέλθει;  Τι πρέπει να προτάξει;

Πέρα από την ερευνητική μου δουλειά στις σχέσεις των υπερδυνάμεων, της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και της διαχείρισης κρίσεων, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τη στρατηγική των «μικρών» λεγομένων κρατών.  Συνέπεια τούτου είναι ότι πιστεύω πως όσο μικρό και να είναι ένα κράτος, μπορεί να έχει στρατηγική και να πετύχει.  Φυσικά, κάθε Προεδρία είναι ένα βαρύ φορτίο.  Αλλά το 2012 είναι μία τεράστια ευκαιρία για να αποδείξει η Κυπριακή Δημοκρατία την ικανότητα των στελεχών της, που ήδη, απ’όσο μπορώ να γνωρίζω, προετοιμάζονται συστηματικά.  Ασφαλώς εντός και εκτός ΕΕ υπάρχουν αυτοί που, ανομολόγητα, θα εύχονταν να μην πετύχει η Κυπριακή Προεδρία της ΕΕ.  Κάποιοι μπορεί ακόμη να σκέπτονται και τη δημιουργία προβλημάτων, ώστε η εσωστρέφεια του Κυπριακού να απορροφήσει ενέργεια από την Προεδρία.  Με την προσήκουσα όμως προετοιμασία, εκτιμώ πως όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν.  Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και αυτοί που θέλουν να πετύχει η Προεδρία.  Δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις με την πλευρά σου, απ’ότι φαίνεται αυτή τη στιγμή, τη Γαλλία και τη Γερμανία, και, πιθανώς, και όλα τα μικρά κράτη που αναμένουν με τη σειρά τους να ασκήσουν και αυτά την Προεδρία της ΕΕ.

http://taxalia.blogspot.com/2011/01/blog-post_0.html
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική

Συνέντευξη στον δημοσιογράφο Κώστα Βενιζέλο Εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος,
Λευκωσία Δευτέρα, 5 Ιουλίου 2010, σ. 6 


  1. Η Τουρκία διανύει, όπως υποστηρίζεται από πολλούς, περίοδο αναβάθμισης σε σχέση με τα στρατηγικά της σχέδια.  Πώς επηρεάζει τους Ελληνικούς σχεδιασμούς;


Η Τουρκία έχει αναβαθμίσει κάποιους από τους συντελεστές ισχύος της και διανύει μία περίοδο έντονης δραστηριοποίησης και εμπλοκής τού Πρωθυπουργού της σε διεθνή ζητήματα.  Τούτο δεν συνεπάγεται αναγκαίως και μια αναβάθμιση του ρόλου της.  Αντιθέτως, ενδέχεται η διπλωματική ανάμειξή της σε κάποια διεθνή ζητήματα, όπως το Παλαιστινιακό ή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, να ενοχλεί κάποια άλλα σημαντικά κράτη, μέχρι πρότινος φιλικά προς αυτήν.  Σημειώστε ότι η Τουρκία συνεχίζει να έχει εσωτερικά προβλήματα και, παρά το ότι θα το ήθελε, δεν είναι αυτή που βρίσκεται στο Ιράκ ή στην Κεντρική Ασία.  Έχω την εντύπωση ότι οι Ελληνικοί σχεδιασμοί, αργά αλλά σταθερά, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτήν την κατάσταση.
  1. Θεωρείτε ότι είναι κατάλληλη περίοδος για επίλυση διαφορών με την Τουρκία;


Ναι, αν η ενιαία Τουρκική ηγεσία αντιλαμβανόταν ότι δεν έχει περιθώρια χρόνου.  Όχι, διότι θεωρώ ότι η όποια Τουρκική υπερεξαπλωμένη διπλωματική δραστηριοποίηση έχει αγγίξει τα όριά της και, βραχυπρόθεσμα μάλλον, θα καταγράψει περιορισμούς, αποτυχίες, ίσως και συνέπειες.  Άρα, πιστεύω, ίσως μεταξύ λίγων, ότι ο χρόνος σε αυτήν την περίοδο δεν τρέχει εναντίον μας.
  1. Αθήνα και Λευκωσία έχουν επενδύσει στη στρατηγική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.  Αυτή η στρατηγική απέδωσε;


Ασφαλώς και απέδωσε, μέχρις ενός βαθμού.  Όμως, αφενός κάθε στρατηγική έχει τα όριά της (που θα πρέπει εκ των προτέρων να τα έχουμε προσδιορίσει), αφετέρου, πρέπει η επένδυση στη στρατηγική μας να είναι ολική και να μην υποχωρεί κατά την εξέλιξη.  Ασφαλώς η Τουρκία, για δεύτερη φορά μετά την εποχή Οζάλ, στρέφει την προσοχή της προς Ανατολάς και επιχειρεί να υλοποιήσει ένα απροσδιόριστο νέο-οθωμανικό αυτοκρατορικό όνειρο.  Αν οι σκέψεις που εξέθεσα πιο πάνω είναι ορθές, τότε η συγκεκριμένη πολιτική σύντομα θα συναντήσει τα όριά της.  Διότι, επαναλαμβάνω, δεν είναι η Τουρκία που βρίσκεται στο Ιράκ και στην Κεντρική Ασία.  Τα κενά ισχύος του διεθνούς συστήματος στην Κεντρική Ασία έχουν σχεδόν πληρωθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ άλλες, ίσες ή και σημαντικότερες από την Τουρκία δυνάμεις τής περιοχής, όπως το Ιράν ή το Πακιστάν, έχουν τουλάχιστον το γεωγραφικό πλεονέκτημα απέναντί της.

  1. Θεωρείτε ότι υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης αυτής της πολιτικής;


Δεν θεωρώ ότι επί του παρόντος υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης της συγκεκριμένης πολιτικής.  Θεωρώ ότι όπως πάντα, στην εξωτερική ή σε όποια πολιτική, πρέπει να αναμένουμε και να επιμένουμε, παράγοντας και απολαμβάνοντας το σύνολο των ωφελημάτων της εν λόγω πολιτικής. Ταυτοχρόνως, όμως, επειδή ουδείς είναι προφήτης στα ανθρώπινα ζητήματα, πρέπει να γίνουν δύο πράγματα.  Πρώτον, ένας σχεδιασμός για την περίπτωση που η Τουρκία, τελικώς , αντίθετα με τις εκτιμήσεις μου, στραφεί κυρίως προς Ανατολάς.  Και λέω κυρίως, διότι είναι η σχέση της με τη Δύση που προσπαθεί καταρχάς να «πουλήσει» η Τουρκία στην Ανατολή· συνεπώς αυτή τη σχέση πρέπει να την διατηρήσει.  Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπιστούν κάποιες από τις προσπάθειες της Τουρκίας, όπως οι σχέσεις της με κράτη της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης.  Και, τρίτον, να διεισδύσουμε με προσοχή στα κενά που δημιουργούνται εξαιτίας των δυσαρεσκειών που προκαλούν οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της.
  1. Τα πρόσφατα γεγονότα με τις νηοπομπές προς την αποκλεισμένη Γάζα δημιουργούν νέα δεδομένα στην περιοχή, αλλά και συνθήκες για νέες συμμαχίες;


Οφείλω να υπογραμμίσω ότι κάθε Έλληνας αισθάνεται αλληλέγγυος προς κάθε άνθρωπο ή λαό που δοκιμάζεται.  Οφείλω επίσης να πω ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση έδειξε ωριμότητα και ρεαλισμό με τη στάση της προσφάτως, προστατεύοντας τα συμφέροντα της Δημοκρατίας και μη συμπλέοντας με κάποιους, αμφιβόλων δημοκρατικών φρονημάτων, Τούρκους ακτιβιστές.  Ένα γεγονός από μόνο του δεν δημιουργεί απαραιτήτως νέα δεδομένα.  Δημιουργεί, όμως, την ανάγκη να προβληματιστούμε για το αν δημιουργεί και, ίσως, προσεκτικά να ψηλαφίσουμε τα όποια ενδεχόμενα που θα προκύψουν από την ανάλυσή μας.

  1. Έχουμε ρόλο σε αυτό το νέο τοπίο;

Ασφαλώς ναι.  Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί, να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα της κατάστασης, να αναλύσουμε και να εκτιμήσουμε τα δεδομένα, να χαράξουμε στρατηγική (βραχυπρόθεσμη;, μεσοπρόθεσμη;, μακροπρόθεσμη;) και, όταν και αν την αποφασίσουμε, να επιμείνουμε σ’ αυτήν.  Ας μην ξεχνάμε, αφενός, ότι έχουμε σταθερούς φίλους στην περιοχή και, αφετέρου, ότι κάθε νέα συνεργασία πρέπει να στηρίζεται στην αμοιβαιότητα.  Όπως δε πάντα στη διεθνή πολιτική, να αποφέρει συγκεκριμένα και αξιόλογα επιθυμητά οφέλη.

  1. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εκπαιδεύει Κύπριους διπλωμάτες.  Τι είναι αυτό που προσφέρεται στους διπλωμάτες;

Εκείνο που προσφέρεται είναι Ελληνική επιστημονική τεχνογνωσία (ναι, υφίσταται τέτοια τεχνογνωσία!) σε ένα σύνολο νέων με διαφορετική εκπαιδευτική εμπειρία.  Η θεματολογία εξαρτάται από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών.  Μπορεί να αφορά θέματα Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ζητήματα στρατηγικής, τεχνικές διαπραγματεύσεων, επικοινωνίας, θέματα ανάπτυξης ή ο,τιδήποτε άλλο κριθεί αναγκαίο.  Σε κάθε περίπτωση, είμαστε ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο και επενδύουμε σε μακροπρόθεσμες και όχι ευκαιριακές συνεργασίες.  Προσεγγίζουμε τη συγκεκριμένη διαδικασία με ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης, δημοσιονομικής λογικής και συνέπειας.

  1. Έχετε μακρά σχέση με την Κύπρο ως Πανεπιστήμιο. Πώς προέκυψε τούτο;

Η σχέση μας με την Κύπρο είναι μακρόχρονη και πολύ ισχυρή, αφού έμπρακτα έχουμε αποδείξει τη συμπαράστασή μας, αν θέλετε, την αγάπη μας προς τους Κυπρίους.  Οφείλεται κυρίως στους φοιτητές μας από την Κύπρο, οι οποίοι, σε αντίθεση με άλλα Ελληνικά Πανεπιστήμια, συνεχίζουν να μας επιλέγουν, αφού πρόκειται για ένα Πανεπιστήμιο το οποίο, όπως λένε οι ίδιοι οι φοιτητές, «δεν κλείνει ποτέ».  Οφείλεται επίσης σε μία σειρά ικανών Γενικών Προξένων τής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη και στην Κυπριακή κοινότητα της πόλης μας.  Ξεκινά με τις ετήσιες επισκέψεις στην Κύπρο φοιτητών τού Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών από το 2000 μέχρι το 2005, σε συνεργασία με τον Εθνικό Οργανισμό Νεολαίας.  Σε αυτές τις επισκέψεις, φοιτητές και καθηγητές γνωρίσαμε τον τότε Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος μάς έκανε την τιμή να δεχθεί να αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας του Τμήματός μας.  Οφείλω δε να πληροφορήσω ότι ο μοναδικός άλλος επίτιμος διδάκτοράς μας είναι ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας.  Αντιλαμβάνεστε την ιδιαίτερη τιμή που αισθανόμαστε, καθώς πρόκειται για τους δύο εν ενεργεία ταγούς των Ελλήνων και όχι μόνο.  Για να επανέλθω στην ερώτησή σας, το Πανεπιστήμιό μας έχει καταστεί ο χώρος όλων των εκδηλώσεων των Κυπρίων στη Θεσσαλονίκη και αυτό φάνηκε περίτρανα κατά την προεκλογική περίοδο για την εκλογή Προέδρου.  Η εκπαιδευτική συνεργασία οφείλεται σε πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών Νίκου Αιμιλίου και στη συνεργασία μας με τον τότε Γενικό Πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Ελπιδοφόρο Οικονόμου.
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική
Προς μια νέα Εξωτερική Πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας
Τέσσερα χρόνια μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν , η Κύπρος έχει ήδη μπει σε μια νέα εποχή προκλήσεων και ευκαιριών. Διαθέτει ένα νέο Πρόεδρο, ικανό ηγέτη, αξιόπιστο και δυναμικό, που μπορεί να ελίσσεται, να προσαρμόζεται, που ξέρει να διαπραγματεύεται, να επιμένει και να προετοιμάζει το μέλλον. Μετρά τέσσερα σχεδόν χρόνια συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμμετέχει πλέον στη ζώνη του Ευρώ. Όλα τα παραπάνω μαζί με την επιμονή και υπομονή των Κυπρίων για λύση του ζητήματος της εισβολής και κατοχής και η επιθυμία τους να δουν τη Μεγαλόνησο να προκόβει ανοίγουν ένα νέο κύκλο στην παρουσία της Κύπρου στο διεθνές σύστημα.
Η Μεγαλόνησος βγαίνει από το περιθώριο και έρχεται στο προσκήνιο, όχι μόνο γιατί είναι πλέον μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, αλλά και γιατί κατέχει μια περίοπτη γεωπολιτικά θέση στη Μεσόγειο σε απόσταση αναπνοής από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Σ' αυτό το πλαίσιο, η εξωτερική της πολιτική θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από προσαρμοστικότητα και ευελιξία.. Οι σχέσεις της Κύπρου με τους εταίρους μας στην ΕΕ και η διαπραγματευτική της στάση είναι σημεία κλειδιά για το μέλλον του νησιού.
Η άσκηση εξωτερικής πολιτικής κινείται ανάμεσα στην επιδίωξη του επιθυμητού και του εφικτού. Το εφικτό καθορίζεται τόσο από τη δική μας ισχύ, τις δικές μας διαπραγματευτικές ικανότητες και τις αντίστοιχες των άλλων, όσο και τη διεθνή συγκυρία. Θα πρέπει, λοιπόν, να αξιολογήσουμε τη θέση μας, να αναπτύξουμε τη συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες και να παίξουμε τα ισχυρά μας χαρτιά, δίνοντας προσοχή σε όλους τους συντελεστές ισχύος. Η Ελλάδα είναι ασφαλής. Η Κύπρος είναι σχετικά ασφαλής. Η Ελλάδα διαθέτει το πλεονέκτημα να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και διαθέτει το δικαίωμα του βέτο. Η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ και διαθέτει το δικαίωμα του βέτο, επίσης. Ελλάδα και Κύπρος διαθέτουν καλές σχέσεις με τη Δύση και την Ανατολή. Η Ελλάδα αρχίζει να παίζει δυναμικό ρόλο στον ενεργειακό χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Η Κύπρος παίζει πάντα ρόλο διπλωματικό, πολιτιστικό και οικονομικό στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Μπορεί να αποτελούν μικρά κράτη αλλά διαθέτουν πολλά πλεονεκτήματα και έχουν δυνατότητες να αποκτήσουν ακόμη περισσότερα.
Αρκεί να αντιληφθούμε ότι ένα μικρό κράτος, όπως η Ελλάδα, και ένα πολύ μικρό κράτος, σαν την Κύπρο, πρέπει να έχουν στρατηγική για το μέλλον. Μια στρατηγική μακροπρόθεσμών στόχων, αλλά και ευέλικτη ώστε να ελίσσεται και να διεκδικεί τις ευκαιρίες του παρόντος.
Η Κύπρος είναι απαραίτητο να επιμείνει στον εξευρωπαϊσμό της εξωτερικής της πολιτικής, χωρίς να ξεχνά ότι πρόκειται για μια αμφίδρομη διαδικασία. Επιτυγχάνεται τόσο μέσα από την ενσωμάτωση των πρακτικών και των προτεραιοτήτων της Ένωσης, όσο και μέσα από προώθηση των κυπριακών προτεραιοτήτων στην Ευρωπαϊκή ατζέντα. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει η εξοικείωση των εθνικών αξιωματούχων με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και η κοινωνικοποίηση τους μέσα στην Ένωση. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της πολιτικής και οικονομικής της κατάστασης, η Κύπρος μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις της Ένωσης με τους γείτονες της στη Μεσόγειο. Αξιοποιώντας έτσι την ευκαιρία προς όφελος της Ένωσης, αλλά και του νησιού και της ευρύτερης περιοχής.
Η Κύπρος σήμερα μπορεί να διεκδικεί ένα μέλλον με ασφάλεια, στο οποίο θα επέλθει η ανατροπή των συνεπειών της εισβολής και κατοχής, μία λύση, πιθανώς οδυνηρή, αλλά υποφερτή και αξιοπρεπής, που θα είναι δίκαιη για τις επόμενες γενιές και δεν θα καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία. Ένα μέλλον με λύση που θα είναι πραγματικά βιώσιμη και λειτουργική, αφού δεν θα οδηγεί τους πολίτες της Δημοκρατίας σε συγκρούσεις και σε ένα νέο γύρο εφαρμογής του βρετανικού «διαίρει και βασίλευε», πριν στεγνώσουν οι υπογραφές. Η συμμετοχή της στην ΕΕ, η πολιτική και οικονομική αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης, η εξωστρέφεια και ενεργός συμμετοχή στα διεθνή δρώμενα της δίνουν αυτή την ευκαιρία και πρέπει, χωρίς να ξεχνά, να την εκμεταλλευτεί.
Δημοσιευμένο στην κατηγορία Κουσκουβέλης - Εξωτερική Πολιτική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου