Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ηταν 17 Οκτωβρίου του 1991 όταν ο «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Βασίλης Χατζηπαναγής, αγωνίστηκε για τελευταία φορά σε αγώνα προς τιμήν του, όπου σημειώθηκαν 11 γκολ και ο Ηρακλής νίκησε τους Επιλέκτους με 6-5. Ο Χατζηπαναγής ήταν ο μεγάλος... χορευτής του ποδοσφαίρου μας, ο «βασιλιάς της ντρίμπλας», ο άνθρωπος που μπορούσε να ντριμπλάρει ακόμη και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο. Ηταν ίσως ο τελευταίος πολύ μεγάλος παίκτης που καμαρώσαμε στα γήπεδα της χώρας μας. Οι κινήσεις του «αέρινες», οι εμπνεύσεις του αποτελούσαν τον τρόμο ακόμη και για τους πιο έμπειρους αντιπάλους αμυντικούς. Ο Χατζηπαναγής ήταν ο «μαγνήτης» που τραβούσε τον κόσμο στο γήπεδο, για να θαυμάσει από κοντά τις «χορευτικές» δημιουργίες του. Ο Βάσια (όπως συνηθίσαμε να τον λέμε) είδε το πρώτο φως της ημέρας στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν στις 26 Οκτωβρίου του 1954. Οι γονείς του ήταν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Αμμόχωστο της Κύπρου και η μητέρα του είχε καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Τα παιδικά χρόνια του Βάσια δεν ήταν εύκολα. Εκεί στην μακρινή Τασκένδη έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα. Σε ηλικία δέκα ετών έπαιξε για πρώτη φορά μπάλα στη Διναμό Τασκένδης, που αποτελούσε παράρτημα της μεγάλης Διναμό Μόσχας. Ξεκίνησε να παίζει στο πρωτάθλημα της πόλης με τις παιδικές ομάδες της Διναμό. Το 1970 ήταν ο μοναδικός παίκτης της Διναμό Τασκένδης που επέλεξαν για τη Σχολή Ποδοσφαίρου, που αποτελούσε ένα σχολείο, το οποίο λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Παχτακόρ. Σ' αυτό πήγαιναν παιδιά που είχαν εντοπιστεί ως ταλέντα. Ο Σαλαντίεφ τον εντόπισε αμέσως και τον πήρε στη δεύτερη ομάδα. Επαιξε πέντε ματς εκεί, μέχρι που ήλθε η στιγμή να κάνει ντεμπούτο στην πρώτη. Ο Σαλαντίεφ τον έβαλε να παίξει αλλαγή κατά της Αγκρου Τσισινάου από τη Μολδαβία. Ο Βάσια αγωνίστηκε μόλις για 20 λεπτά, αλλά κατάφερε να πετύχει το νικητήριο γκολ και η Παχτακόρ επικράτησε 3-2 σ' ένα ματς που παρακολούθησαν περίπου 45.000 θεατές! Για ν' αγωνιστεί, όμως, σ' εκείνο το παιχνίδι ο Χατζηπαναγής υποχρεώθηκε να πάρει τη ρωσική υπηκοότητα...
Την επόμενη χρονιά η Παχτακόρ ανέβηκε στην Α' Κατηγορία. Οι Ουζμπέκοι τον αγαπούσαν ιδιαίτερα και τον φώναζαν
χαϊδευτικά «Χατζά»... Στην Παχτακόρ έμεινε μέχρι το 1975, όταν και ήλθε στην Ελλάδα. Αγωνίστηκε στην Εθνική Ελπίδων της ΕΣΣΔ και σχεδόν αμέσως τον κάλεσαν στην ολυμπιακή ομάδα, όπου προπονητής ήταν ο Μπέσκοφ, που ήταν τεχνικός και της Εθνικής Ανδρών. Αποτελούσε βασικό μέλος της ολυμπιακής ομάδας στους προκριματικούς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Μάλιστα η ομάδα πήρε το εισιτήριο της πρόκρισης για τον Καναδά, όμως ο Χατζηπαναγής δεν ταξίδεψε στο Μόντρεαλ, αφού ήλθε στη χώρα μας. Την μετεγγραφή του στον Ηρακλή τη χειρίστηκε ένας Αρμένης, ο οποίος μεσολάβησε ανάμεσα στον «Βάσια» και τον τότε πρόεδρο του Ηρακλή, Νίκο Ατματζίδη. Πριν έλθει όμως ο Χατζηπαναγής στον Ηρακλή, ο Ολυμπιακός είχε φτάσει πολύ κοντά στο να τον αποκτήσει. Οι Πειραιώτες μάλιστα είχαν στείλει έγγραφο με το οποίο του έκαναν επίσημη πρόταση, όταν ο Βάσια βρισκόταν στην Ισλανδία με την ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε, όμως, δεν ήταν εφικτό να φύγει. Αργότερα ήλθε ως επαναπατριζόμενος στην Ελλάδα. Υπέγραψε γι' αυτόν η γιαγιά του που έμενε στη Θεσσαλονίκη. Οταν τον απέκτησε ο Ηρακλής, οι άνθρωποι του «Γηραιού» του είπαν ότι το συμβόλαιό του είχε διάρκεια δύο χρόνων, όμως η αλήθεια ήταν διαφορετική, καθώς το συμβόλαιό του τον δέσμευε για οκτώ χρόνια! Τότε ο «Βάσια» αναγκάστηκε να κινηθεί δικαστικά. Κέρδισε το πρώτο δικαστήριο, όχι όμως και το δεύτερο, το οποίο κέρδισε ο Ηρακλής. Ετσι, συνέχισε ν' αγωνίζεται στον «Γηραιό» μέχρι το 1983 με ελάχιστα χρήματα (στην ουσία τζάμπα βάσει της αξίας του). Από τη δικαστική διαμάχη του Χατζηπαναγή με τον Ηρακλή, πάντως, το αποτέλεσμα ήταν πολύ σπουδαίο για τους Ελληνες ποδοσφαιριστές, αφού καταργήθηκε το καθεστώς του να έχει μια ομάδα «δεμένο» με συμβόλαιο έναν παίκτη για πάνω από πέντε χρόνια. Οι νομικοί, τότε, ανακάλυψαν ότι το καθεστώς αυτό αντιτίθεται στο εργατικό Δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο δεν έχεις δικαίωμα να δεσμεύσεις έναν εργαζόμενο πέραν των πέντε ετών...

Ο Χατζηπαναγής ήλθε στην Ελλάδα με τους γονείς του στις 22 Νοεμβρίου του 1975. Στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης έφτασε γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και 2.000 οπαδοί του Ηρακλή του επεφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή, αφού τον σήκωσαν στα χέρια και τον περιέφεραν στον Σταθμό! Την επόμενη μέρα, στην προπόνηση του «Γηραιού» είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 1.000 άτομα, που τον επευφημούσαν. Λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου του 1975, ο Βάσια πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα, στον αγώνα του Ηρακλή με τον Ατρόμητο Αθηνών, που έγινε στο ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο της Βέροιας, αφού το «Καυτανζόγλειο» ήταν τιμωρημένο εκείνο το διάστημα. Ο Χατζηπαναγής αμέσως μπήκε στην καρδιά των φίλων όχι μόνο του «Γηραιού», αλλά και του καλού ποδοσφαίρου. Η 8η Μαΐου του 1976 αποτελεί μία ιδιαίτερη ημερομηνία στην καριέρα του «Νουρέγιεφ», αφού πραγματοποίησε την πρώτη (και τελευταία) του εμφάνιση με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος. Στο γήπεδο της Λεωφόρου η Εθνική μας φιλοξενεί σε φιλική αναμέτρηση την Πολωνία και ο «Βάσια» δίνει ρεσιτάλ ποδοσφαίρου με την απόδοσή του προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμό στον κόσμο που είχε γεμίσει το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Το γκολ του Γιώργου Κούδα δίνει τη νίκη στην Εθνική μας με 1-0, όμως μετά το ματς ήλθε η απόφαση της ΟΥΕΦΑ ν' απαγορεύσει τη συμμετοχή του Χατζηπαναγή, εξαιτίας του ότι είχε συμμετοχές με την εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης. Ετσι, ο Βάσια δεν ξαναφόρεσε τη φανέλα της Εθνικής μας σε επίσημο αγώνα, κάτι που τον πίκρανε πολύ, καθώς αγωνιζόμενος με τη «γαλανόλευκη» θα είχε την ευκαιρία να δείξει στους ξένους την αναμφισβήτητη αξία του.
Στις 9 Ιουνίου του 1976 πραγματοποιώντας εξαιρετική εμφάνιση στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος
(πέτυχε και δύο γκολ) οδήγησε τον Ηρακλή στην κατάκτηση του μοναδικού τροπαίου στην ιστορία του στο Στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας απέναντι στον Ολυμπιακό (6-5 στα πέναλτι, 4-4 ο κανονικός αγώνας). Στις 22 Ιουνίου του 1984 αγωνίστηκε 36 λεπτά με την Μικτή Κόσμου στη Νέα Υόρκη, απέναντι στην ομάδα «Κόσμος». Μετά το ματς εκείνο, Λάτσιο και Πόρτο κινήθηκαν για την απόκτησή του, όμως «σκόνταψαν» στην αδιαλλαξία των ανθρώπων που είχαν τότε τις τύχες του Ηρακλή. Και δεν ήταν μόνο η Λάτσιο και η Πόρτο που ήθελαν να τον κάνουν δικό τους. Η Αρσεναλ και η Στουτγάρδη ενδιαφέρθηκαν για τον Βάσια, όπως και αρκετές άλλες ομάδες της «γηραιάς» ηπείρου. Απ' τον ελλαδικό χώρο οι τρεις «μεγάλοι» του κέντρου επιθυμούσαν να φέρουν τον «Νουρέγιεφ» στην ομάδα τους, με τους Πειραιώτες να φτάνουν πιο κοντά στην απόκτησή του, τόσο το 1982, όσο και το 1987, όμως η τότε διοίκηση του Ηρακλή ήταν ανυποχώρητη.
Ετσι, στην αυγή της δεκαετίας του '90 κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια έχοντας αγωνιστεί μόλις σε δύο ομάδες, στην Παχτακόρ και στον Ηρακλή. Συνολικά αγωνίστηκε σε 281 αγώνες πρωταθλήματος και πέτυχε 61 τέρματα, εκ των οποίων τα έξι με απευθείας εκτέλεση κόρνερ!.. Σήμερα είναι τεχνικός σύμβουλος της ΕΠΟ, υπεύθυνος για τη Μακεδονία. Οσοι τον είδαμε ν' αγωνίζεται με τη φανέλα του «Γηραιού» γνωρίζαμε ότι η ποδοσφαιρική του ευφυΐα ήταν για ψηλότερα, όμως οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά και οι «στενοκεφαλιά» ορισμένων παραγόντων της εποχής εκείνης δεν του επέτρεψαν το άλμα σ' έναν μεγάλο ευρωπαϊκό σύλλογο. Ας είναι... Τουλάχιστον οι Ελληνες φίλαθλοι είχαν την ευκαιρία να τον απολαμβάνουν επί μία 15ετία τα μεσημέρια της Κυριακής και να τον αποθεώνουν. Και αυτή η αποθέωση, αυτή η λατρεία, αυτή η αγάπη συντροφεύει μέχρι σήμερα τον πιο προικισμένο «χορευτή» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο οποίος - όπως θα διαβάσετε παρακάτω - σε ερώτηση για το τι κράτησε από την πλούσια καριέρα του στα γήπεδα, απάντησε: «Την αγάπη του κόσμου. Τουλάχιστον ξέρω ότι δεν πήγε χαμένο αυτό που πρόσφερα στα γήπεδα όλ' αυτά τα χρόνια». Οχι μόνο δεν πήγε χαμένο, αλλά το νοσταλγούμε σήμερα σε κάθε ευκαιρία... Ο Βασίλης Χατζηπαναγής στο Sportnews
Ερώτηση: Μετανιώσατε που ήλθατε να παίξετε ποδόσφαιρο στην Ελλάδα;
Βασίλης Χατζηπαναγής: Ναι. Είχα άλλα όνειρα για μένα. Δυστυχώς δεν κατάφερα να παίξω και στην Εθνική. Πιστεύω πως η κλάση μου ήταν για ομάδα του εξωτερικού.
Ερ.: Αν είχατε παραμείνει στη Σοβιετική Ενωση, δηλαδή, θα είχε διαφορετική εξέλιξη η καριέρα σας;
Β.Χ.: Ναι το πιστεύω αυτό. Εκεί, άλλωστε, ήμουν ταλέντο. Το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, τότε, ήταν χαμηλό. Σήμερα τουλάχιστον αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Ηθελα ν' αγωνιστώ σ' έναν σύλλογο του εξωτερικού, που να έχει προγραμματισμό, παιδεία, γενικά βάσεις. Εδώ στην Ελλάδα, πάντως, ο κόσμος με αγάπησε κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο.
Ερ.: Από τα γκολ που πετύχατε ποιο είναι αυτό που δεν θα ξεχάσετε;
Β.Χ.: Εντάξει, δεν ήμουν ο κλασικός γκολτζής, αφού εγώ είχα τον ρόλο να «φτιάχνω» παιχνίδι, να βγάζω ασίστ κλπ. Ηταν αρκετά τα όμορφα γκολ που πέτυχα. Θυμάμαι τα δύο γκολ που σημείωσα στον τελικό Κυπέλλου του 1976 με αντίπαλο τον Ολυμπιακό, όταν κατέκτησα τον τίτλο με τον Ηρακλή στην πρώτη μου χρονιά στην Ελλάδα. Θυμάμαι επίσης άλλο ένα γκολ που πέτυχα σε αγώνα με αντίπαλο τη Λάρισα.
Ερ.: Ποιος αντίπαλος αμυντικός σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Β.Χ.: Με δυσκόλευαν κυρίως αυτοί που έπαιζαν «βρώμικα», που με χτυπούσαν. Από τους υπόλοιπους που μ' έπαιζαν «καθαρά» δεν μπορώ ν' αναφέρω κάποιον συγκεκριμένο. Δεν μπορώ να πω ότι αντιμετώπιζα πρόβλημα με κάποιον συγκεκριμένο παίκτη.
Ερ.: Ποιες ομάδες είχαν δείξει ενδιαφέρον να σας αποκτήσουν;
Β.Χ.: Αρκετές ομάδες ενδιαφέρθηκαν. Και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ, όμως πάντα ο Ηρακλής είχε τον πρώτο λόγο. Τότε η ομάδα αποφάσιζε για το μέλλον του ποδοσφαιριστή. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τότε ο παίκτης μπορούσε να μένει δέκα και δώδεκα χρόνια στην ίδια ομάδα. Κινήθηκα δικαστικά θυμάμαι τότε και κατάφερα να πετύχω κάθε ποδοσφαιριστής να μπορεί ν' ανήκει σε μια ομάδα μέχρι και για πέντε χρόνια, αφού τα οκτώ και δέκα και δώδεκα που ίσχυαν τότε εδώ στην Ελλάδα ήταν αντίθετα με το Εργατικό Δίκαιο.
Ερ.: Από τις ομάδες του εξωτερικού ποιες είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον να σας εντάξουν στο δυναμικό τους;
Β.Χ.: Ηταν πολλές οι ομάδες. Η Στουτγάρδη, η Αρσεναλ, η Λάτσιο, η Πόρτο και άλλες. Ομως τότε δεν μπορούσα να φύγω, αφού δεν με παραχωρούσε ο Ηρακλής.
Ερ.: Είσαστε πικραμένος απ' την συμπεριφορά των ανθρώπων που είχαν εκείνη την εποχή τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου στα χέρια τους, προς το πρόσωπό σας;
Β.Χ.: Είμαι πικραμένος γιατί θα έπρεπε να γίνουν περισσότερα. Πιστεύω πως έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα να έχω δικαίωμα ν' αγωνιστώ με την Εθνική...
Ερ.: Τι είναι αυτό που θα κρατήσετε από την καριέρα σας στα ελληνικά γήπεδα;
Β.Χ.: Σίγουρα η αγάπη του κόσμου. Τουλάχιστον ξέρω ότι δεν πήγε χαμένο αυτό που πρόσφερα στα γήπεδα όλ' αυτά τα χρόνια.

Share

Τελευταία νέα κατηγορίας Αθλητικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου